του Γιάννη Πλαχούρη
Με τις διατάξεις των άρθρων 4, 31 και 32 του σχεδίου νόμου «Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, ενιαίο μισθολόγιο – βαθμολόγιο, εργασιακή εφεδρεία και άλλες διατάξεις», τόσο στην αρχική διατύπωση, όσο και όπως διαμορφώθηκαν με την κατάθεση τροπολογιών, οι δημοσιογράφοι που εργάζονται στο Δημόσιο, σε ΝΠΔΔ, που ανήκουν στο κράτος ή σε ΝΠΙΔ, ΟΤΑ και δημοτικές επιχειρήσεις, ουσιαστικά μετατρέπονται σε υπαλλήλους και η συλλογική σύμβασή τους τροποποιείται μονομερώς ή και καταργείται, ανάλογα με τον φορέα εργασίας. Διατηρείται μόνο το ασφαλιστικό καθεστώς που ισχύει κατά την έναρξη ισχύος του νόμου (δηλαδή ασφάλιση στο ΕΤΑΠ-ΜΜΕ).
Η ρύθμιση προκαλεί μια σειρά παρενέργειες όπως:
• Καταργεί τον διακριτό ρόλο και λειτουργία του δημοσιογράφου,
• Υπαλληλοποιεί την ενημέρωση,
• Καταστρατηγεί την εφαρμογή των ΣΣΕ,
• Δημιουργεί ασφαλιστικά προβλήματα (μείωση αποδοχών και κατά συνέπεια εισφορών στο Ταμείο, μείωση συντάξεων με την εφεδρεία, ένταξη -πχ Γ.Γ. Ενημέρωσης- σε βαθμίδες ανάλογα με τα τυπικά και όχι ουσιαστικά προσόντα, εργασιακά – κοινωνικά και συνδικαλιστικά προβλήματα).
• Κατηγοριοποιεί τους εργαζόμενους στο Δημόσιο δημοσιογράφους, αφού άλλους τους «ΔΕΚΟ-ποιεί» (ΕΡΤ – ΑΠΕ) ενώ άλλους τους «υπαλληλοποιεί» εντελώς (Γ.Γ. Ενημέρωσης – Γραφεία Τύπου), μολονότι η εργασία όλων είναι καθαρά δημοσιογραφική.
• Επεμβαίνει απροκάλυπτα, με πολύ αρνητικές συνέπειες, σε μια διαδικασία ελεύθερων διαπραγματεύσεων που βρίσκεται τώρα σε κρίσιμη εξέλιξη, για την υπογραφή νέας Συλλογικής Σύμβασης μεταξύ ιδιωτικών φορέων (Σωματεία – Εργοδότες). Ενέργεια που είναι προφανώς αντίθετη με τις αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και «εξυπηρετεί» τους εκδότες των ΜΜΕ.
Είναι γνωστό ότι οι δημοσιογράφοι που εργάζονται στους παραπάνω δημόσιους φορείς Ενημέρωσης είναι στην συντριπτική πλειοψηφία τους μέλη των οικείων Ενώσεων. Αμείβονται δεκαετίες τώρα με τις οικείες ΣΣΕ (αυτό σημαίνει ότι ο ρόλος και η ιδιότητά τους είναι προσδιορισμένη) τις οποίες ΣΣΕ οι Ενώσεις διαπραγματεύονται ελεύθερα με τις εργοδοτικές οργανώσεις ή προκειμένου για τους απασχολούμενους στο δημόσιο, με την έκδοση ΚΥΑ η οποία αναγνωρίζει την εκάστοτε ΣΣΕ που υπογράφει η ΕΣΗΕΑ με την ΕΙΗΕΑ.
Η μη πληρωμή δημοσιογράφου με ΣΣΕ ή τυχόν η πλήρης ένταξη σε δημόσια οργανογράμματα (π.χ. όπως επιχειρείται στη ΓΓΕ) συνεπάγεται την απώλεια της ιδιότητας του μέλους με την διαγραφή του -υπάρχει σχετική απαγορευτική καταστατική διάταξη σε όλες τις Ενώσεις και για τις δυο περιπτώσεις – με πολλαπλές επιπτώσεις σε βάρος του μέλους (π.χ. διακοπή παροχής περίθαλψης από τον ΕΔΟΕΑΠ, κ.α.)
Είναι φανερό ότι, λόγω της ιδιομορφίας του λειτουργήματος, η ιδιότητα των δημοσιογράφων στο δημόσιο τομέα δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να εξομοιωθεί εννοιολογικά με την ιδιότητα του «υπαλλήλου». Πλέον τούτου, ως προϋπόθεση για την πρόσληψη αυτών, των δημοσιογράφων, δεν ετέθη η ύπαρξη συγκεκριμένου τίτλου σπουδών (άλλωστε Πανεπιστημιακές Σχολές Δημοσιογραφίας λειτούργησαν νομίζω μετά το 1990) αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις, προϋπόθεση ήταν και είναι μόνον η ιδιότητά του ως μέλους μιας των πέντε Ενώσεων Συντακτών (ΕΣΗΕΑ, ΕΣΗΕΜΘ, ΕΣΗΕΘΣΕΕ, ΕΣΗΕΠΗΝ, ΕΣΠΗΤ) μελών της ΠΟΕΣΥ, είτε η προϋπηρεσία τους ως δημοσιογράφων, ενώ κανένα κριτήριο δεν τέθηκε για τους συμβασιούχους. Για τους παραπάνω λόγους οι δημοσιογράφοι εξαιρούνται και από τη διαδικασία πρόσληψης μέσω ΑΣΕΠ, όπως ισχύει για όλους τους «υπαλλήλους».
Επίσης, με τις ρυθμίσεις αυτές δεν εξυπηρετείται ούτε ο σκοπός για τον οποίο διακηρύσσεται ότι λαμβάνονται, τη μείωση του δημόσιου χρέους. Επειδή μένει ανοιχτή η πόρτα των ατομικών συμβάσεων εργασίας με τις κατ’ επιλογή προσλήψεις και ελεύθερους μισθούς, ούτε λαμβάνονται για πιθανές μειώσεις υπ’ όψη άλλα κριτήρια (οικογενειακή κατάσταση – οικονομική οικογενειακή δυνατότητα – ασφαλιστική κατάσταση κτλ). Σημειώνεται ότι στους δημοσιογράφους έχουν περικοπεί τα δώρα Πάσχα κτλ όπως σε όλους τους εργαζόμενους στον δημόσιο τομέα.
Στην πραγματικότητα επιχειρείται εξάρθρωση των μισθών, ώστε να μην υπάρχει πλέον κανένα μέτρο σύγκρισης μισθών σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα και συρρικνώνονται μέχρι εξαφάνισης των λειτουργών της από τη δημόσια ενημέρωση (αναγκαία από τη φύση της να υπάρχει και θα υπάρχει), για να την υπαλληλοποιήσουν.
Η νομοθετική πρακτική της υπαλληλοποίησης των δημοσιογράφων ανοίγει την πόρτα για την υπαγωγή τους στις ρυθμίσεις για το πλεονάζον προσωπικό του ευρύτερου δημόσιου τομέα και επομένως της απόλυσής τους. Η απαξίωση της δημοσιογραφικής ενημέρωσης αργά ή γρήγορα οδηγεί και στην εργασιακή και μισθολογική απαξίωση των δημοσιογράφων – λειτουργών της, πρακτική που αποτελεί το δούρειο ίππο για την υπονόμευση κάθε έννοιας ανεξαρτησίας και δεοντολογίας στον γραπτό και ηλεκτρονικό τύπο.
Ο δημοσιογραφικός κόσμος είναι οργισμένος, θεωρεί τις παραπάνω ενέργειες ως προγραφές και απόπειρα μείωσης του θεσμικού ρόλου στον έλεγχο της εξουσίας.
Τονίζεται ότι οι απόψεις της κυβέρνησης βρίσκονται σε ευθεία αντίθεση με την παγκόσμια αντίληψη που υπάρχει σε ελεύθερες και δημοκρατικές χώρες για τον διαχωρισμό του δημοσιογράφου -που υπηρετεί την ενημέρωση σε δημόσιο φορέα, από τον κρατικό υπάλληλο για να διατηρηθούν οι αρχές της δημοσιογραφίας και διασφαλιστεί η ελευθερία της έκφρασης σε αυτή την ιδιαίτερη μορφή ενημέρωσης.
Είναι χαρακτηριστική η δήλωση του προέδρου της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων που με ανακοίνωση καταγγέλλει την σχετική πρόθεση της ελληνικής κυβέρνησης. «Θα ήταν εξαιρετικά κακό μήνυμα για την αξιοπιστία και την ανεξαρτησία των δημοσιογράφων να ενσωματωθούν στους εργαζόμενους του δημόσιου τομέα», τονίζει μεταξύ άλλων ο πρόεδρος της ΕΟΔ Άρνε Κένιγκ, και υπενθυμίζει στις ελληνικές αρχές ότι οι εργαζόμενοι στα δημόσια ΜΜΕ δεν μπορούν να είναι δημόσιοι υπάλληλοι βάσει της ευρωπαϊκής νομοθεσίας και των αρχών του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Για την επίλυση του ζητήματος είναι απαραίτητο να υπάρξει ρητή εξαίρεση των δημοσιογράφων από το πεδίο εφαρμογής του υπό κρίση σχεδίου νόμου καθ’ όλες τις διατάξεις αυτού. Δηλαδή ότι «Δεν υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος νόμου οι δημοσιογράφοι που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο, σε ΝΠΔΔ, ή σε ΝΠΙΔ που ανήκουν στο κράτος ή ΟΤΑ κατά την έννοια της επίτευξης κρατικού ή δημοσίου σκοπού ως και τους οργανισμούς και Ανώνυμες εταιρείες του κεφαλαίου Β’ του ν. 3429/2005, ή σε Δημοτικές Επιχειρήσεις».