Του Σπύρου Σουρμελίδη/ Αναδημοσίευση από την “Παρασκευή &13” 12.08.2011
Το 2011 είναι η χρόνια της μεγάλης κρίσης για την ελληνική δημοσιογραφία, τον Τύπο και γενικώς τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Το ερώτημα είναι αν θα εξελιχθεί στην μαύρη χρονιά της ελληνικής δημοσιογραφίας.
Ο ΔΟΛ είχε ήδη μπει στην ηλεκτρονική εποχή, έχοντας στην διάθεση του την ηλεκτρονική πύλη «in.gr».
Η άνοδος του χρηματιστηρίου, έφερε μια δεύτερη «άνοιξη» στα ΜΜΕ της χώρας. Η πρώτη είχε έρθει με την ιδιωτική τηλεόραση και ραδιοφωνία.
Η «άνοιξη» του χρηματιστηρίου, έφερε μεγάλα σχέδια και στον χώρο της Μαζικής Ενημέρωσης. Το ένα μετά το άλλο τα εκδοτικά συγκροτήματα έμπαιναν στο Χρηματιστήριο, αντλώντας τεράστια ποσά που έως εκείνη την ώρα δεν τα είχαν ξαναβρεί. Η συνολική πολιτική της κυβέρνησης Σημίτη ευνοούσε τα μεγάλα επιχειρηματικά σχέδια. Ευνοούσε και τα δυνατά εκδοτικά συγκροτήματα, τα οποία θα βοηθούσαν τα σχέδια της ίδιας της κυβέρνησης σε όλους τους τομείς, οικονομικό και πολιτικό.
Συγχρόνως τα ευρωπαϊκά προγράμματα (Β και Γ Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης) προσέφεραν μεγάλα πακέτα και στα εκδοτικά συγκροτήματα είτε εμμέσως είτε αμέσως. Στον χώρο της ενημέρωσης είχε ξεκινήσει ένα τρελό πάρτι.
Γνωστοί δημοσιογράφοι έγιναν εκδότες, άνθησε και ο χώρος του περιοδικού Τύπου. Ο τρελός χορός έφτασε σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας. Τηλεοπτικά δίκτυα, εφημερίδες και περιοδικά ξεφύτρωναν παντού σαν τα βαμβάκια της Θεσσαλίας. Όλοι απέβλεπαν στο γρήγορο και εύκολο χρήμα που ερχότανε, ανεξαρτήτως της εκδοτικής επιτυχίας.
Κάποια στιγμή έπεφτε στο τραπέζι η ερώτηση: Που απευθύνονται όλα αυτά; Σε ποιο αγοραστικό κοινό; Γρήγορα όμως η ερώτηση ξεχνιότανε, έτσι κι αλλιώς δεν είχε απαντηθεί.
Στήθηκαν πιεστήρια στον νότο και στο βορά , τα οποία είχαν δυνατότητα να τυπώσουν όλο το χαρτί των βαλκανίων. συμπεριλαμβανομένου και αυτού της τουαλέτας. Πόσο βιώσιμα θα μπορούσαν να είναι αυτά τα πιεστήρια σε μια χώρα 10 εκατ. κατοίκων; Το ερώτημα όμως δεν απασχολούσε τους επενδυτές, οι οποίοι εκείνη την ώρα αντλούσαν λεφτά και δύναμη.
Το τρελό πάρτι σε πρώτο επίπεδο έφερνε νέα περιοδικά και εφημερίδες ή τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς. Έφερνε νέα πιεστήρια, αλλά και περισσότερες διαφημιστικές εταιρίες, εταιρίες παραγωγής προγραμμάτων, έφερε νέα ισορροπία στην διακίνηση του Τύπου και στον καταμερισμό της διαφημιστικής πίτας. Μην ξεχνάμε και τις εταιρίες ερευνών (γκάλοπ) που ήταν επίσης συνδεδεμένες επιχειρηματικά με τα ΜΜΕ.
Στην πραγματικότητα όμως έφερε συγκεντροποίηση εξουσίας με δύο τρόπους:
1. Οι μεγάλοι και ισχυροί του χώρου έγιναν ακόμα ισχυρότεροι. Είχαν στα χέρια τους από περιοδικά και εφημερίδες έως τηλεοράσεις και ραδιόφωνα αλλά και διαφημιστικές εταιρίες, εταιρίες παραγωγής τηλεοπτικών προγραμμάτων, εταιρίες δημοσκοπήσεων, πιεστήρια και Πρακτορείο Διακίνησης του Τύπου. Ολ αυτά μάλιστα συνδεδεμένα και αλληλοεξαρτώμενα από τις Τράπεζες οι οποίες επίσης ζούσαν τη δική τους άνοιξη. Οσα συνέβησαν στον χώρο των ΜΜΕ στην δυτική Ευρώπη από το 1960 έως το 1985, στην Ελλάδα συνέβησαν μέσα σε 10-15 χρόνια, από το 1990 έως το 2005.
2. Οι μεγάλοι και ισχυροί είχαν ακόμα μεγαλύτερη επιρροή στην πολιτική εξουσία. Αν και μεγάλωσαν πατώντας πάνω σε πολιτικές αποφάσεις και σε απόλυτη συνεργασία –σε ορισμένες περιπτώσεις- με την κυβέρνηση Σημίτη, γρήγορα έγιναν οι επικυρίαρχοι, επιβάλλοντας του όρους τους στους πολιτικούς.
Οι δημοσιογράφοι έπαθαν αυτό που έπαθαν οι καλλιτέχνες και οι διανοούμενοι από την δεκαετία του 80 (85-95). Το προϊόν που σερβιριζότανε δεν είχε καμία σχέση ούτε με την τέχνη ούτε με την διανόηση. Οι εταιρίες παραγωγής τέχνης –διασκέδασης, ήταν ο ισχυρός παράγοντας και όχι ο συνθέτης ή ο στοιχουργός. Τα κοινοτικά προγράμματα καθόρισαν τις ισορροπίες εξουσίας στο πανεπιστήμιο και όχι ο ερευνητής ή ο προβληματιζόμενος καθηγητής. Το δημοσιογραφικό προϊόν άλλαξε γρήγορα στις αρχές της δεκαετίας του 90 και ξανάλεξε πολύ γρήγορα στα τέλη της ίδιας δεκαετίας. Οι δημοσιογράφοι που επικράτησαν έπρεπε να έχουν περισσότερο σχέση με δημόσιες σχέσεις παρά με την δημοσιογραφία. Το κλίμα αυτό ευνοήθηκε και από μια παλιά συνήθεια, αποτέλεσμα του κρατικοδίαιτου χαρακτήρα της ενημέρωσης και των πελατειακών σχέσεων. Στην Ελλάδα ο κανόνας επέτρεπε και επιτρέπει ο δημοσιογράφος να μπορεί να είναι συγχρόνως και συνεργάτης υπουργών, βουλευτών , πολιτικών κομμάτων, εταιριών, τραπεζών, δημάρχων ή και γιατρών. Το πρωί βρίσκεται σ ένα γραφείο Τύπου και το απογευματάκι ντύνεται τη στολή της αντικειμενικής πληροφόρησης και της κριτικής. Πόσο μπορεί να κρίνει το απόγευμα, το Δελτίο Τύπου, που ο ίδιος έγραψε το πρωί; Πόσο μπορεί να επικρίνει τον υπουργό το απόγευμα, για χάρη του οποίου, το πρωί, μοίραζε παραπολιτικά στους συναδέλφους του;
Από δημοσιογράφους και με δημοσιογράφους στήθηκαν εταιρίες συμβούλων και προβολής προσώπων, ή ακόμα και διευθέτησης μεγάλων υποθέσεων που ήθελαν τον …διαμεσολαβητή τους προς την κεντρική εξουσία. Από δημοσιογράφους στήθηκαν ακόμα και χρηματιστηριακές εταιρίες. Οι ίδιοι άνθρωποι που έλεγαν από ραδιοφώνου και εφημερίδων, ποιες μετοχές αποτελούν επενδυτική ευκαιρία, έπαιζαν με μετοχές μέσω των εταιριών τους ή των συνεργασιών που είχαν με εταιρίες. Κανείς δεν κινήθηκε ποτέ –ούτε η ΕΣΗΕΑ, ούτε άλλη αρχή- να ψάξει την πιο σκοτεινή υπόθεση της ελληνικής δημοσιογραφίας: Τη δημοσιογραφία του χρηματιστηρίου!
Πόσο μπορούσε να αντέξει η δημοσιογραφία μέσα σ αυτό το κλίμα; Πόσο σημασία είχε να είναι κάποιος καλός ρεπόρτερ, δημοσιογράφος με κριτική σκέψη και περιέργεια; Καμία.
Καλός ήταν πλέον ο καλά διασυνδεδεμένος. Ο στενός συνομιλητής των πολιτικών και συγχρόνως των επιχειρηματιών. Και στην άλλη όχθη, ο πολιτικός, ο άνθρωπος της δημόσιας ζωής, είχε πλέον ανάγκη τον διασυνδεδεμένο και όχι τον δημοσιογράφο.
Η μαύρη(εχθροί) και άσπρη (φίλοι-συνεργάτες) λίστα των δημοσιογράφων που φτιάχτηκε στα υπόγεια του Μεγάρου Μαξίμου το 1996-97, ήταν απλώς η κυνική απεικόνιση της πραγματικότητας που επικράτησε στην δημοσιογραφία.
Ποτέ άλλοτε η δημοσιογραφία δεν ήταν τόσο οικιοθελώς φιμωμένη και εξαρτώμενη, όσο την περίοδο που τελειώνει τώρα, λόγω της κρίσης.
Οι τράπεζες δεν έχουν λόγο να χρηματοδοτούν επιχειρήσεις οι οποίες δεν βγάζουν τα λεφτά τους χωρίς την κρατική διαφήμιση και βεβαίως εν μέσω κρίσης.
Είναι ψεύτικη κρίση που περνούν τα ΜΜΕ; Όχι βεβαίως. Ψεύτικα ήταν τα όσα στήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια. Δεν είχαν δηλαδή σχέση με την δημοσιογραφία και την ενημέρωση, αλλά με την άντληση γρήγορων και εύκολων χρημάτων όπως και εξουσίας.
Τώρα που η γενικότερη κρίση αλλάζει τις ισορροπίες, τώρα εγκαταλείπεται το «σκάφος» άτακτα, άγρια και χωρίς σχέδιο. Οι έχοντες αποκομήσει κέρδη δεν πρόκειται να τα επανεπενδύσουν για να σώσουν αυτό που οι ίδιοι έφτιαξαν. Αρα ξέρουν και πως το έφτιαξαν και γιατί το έφτιαξαν.
Εκτός των ιδιωτών και το κράτος πλέον δεν μπορεί να απορροφήσει την κρίση, κάτι που έκανε το 2001 για μικρότερα μεγέθη και επιμέρους περιπτώσεις. Η κρατική ΕΡΤ και το Αθηναϊκό Πρακτορείο, είναι τα ίδια που θα συρρικνωθούν αφού δεν μπορούν να συντηρηθούν. Οι εκατοντάδες δημοσιογράφοι που προσλαμβάνονταν, έχουν εμπλακεί σε μια παγίδα από την οποία δεν ξέρουν πώς να ξεφύγουν. Την ώρα μάλιστα που στην αγορά της δημοσιογραφικής εργασίας εκατοντάδες συνάδελφοι τους χάνουν την εργασία τους, πληρώνονται έναντι, ή με μεγάλες καθυστερήσεις. Και κυρίως υπό τον φόβο της αυριανής απόλυσης.
Είναι για πέταμα όλη η δημοσιογραφία, οι τηλεοπτικοί σταθμοί και οι εφημερίδες; Όχι βεβαίως. Αν σήμερα βρίσκεται εδώ που βρίσκεται π.χ. ο ΔΟΛ, αυτό οφείλεται στον προσανατολισμό που του δόθηκε στην δεκαετία του 90 και όχι στην μακρά και σημαντική ιστορία του.
Αν κάτι μπορεί να σωθεί αυτό μπορεί να συμβεί μέσω της αλλαγής πλεύσης και προσανατολισμού. Μέσω του επανακαθορισμού του ρόλου και της σημασίας του Τύπου και των ΜΜΕ. Και αυτό μπορεί να γίνει από εκδότες και δημοσιογράφους.
Η επιστροφή στο αληθινό δημοσιογραφικό προϊόν φαντάζει αυτή την ώρα ως η μόνη λύση. Μπορεί να υπάρχουν και άλλες, μένει να τις ανακαλύψουμε.
Η φούσκα θα σκάσει αυτό είναι το σίγουρο. Αυτό θα συμβεί είτε το θέλουμε είτε όχι.
Αυτό όμως που είναι το ζητούμενο είναι να χυθεί όσο το δυνατόν λιγότερο δημοσιογραφικό «αίμα» και κυρίως το δημοσιογραφικό προϊόν να μπορέσει να πείσει και πάλι τους αναγνώστες ακροατές ότι έχει λόγο ύπαρξης.
Οι διαπραγματεύσεις με τις τράπεζες αφορούν τους επόμενους μήνες. Η διαπραγμάτευση για την δημοσιογραφία και τους δημοσιογράφους αρχίζει τώρα.