Νόμιμη και υποχρεωτική η καταβολή του οικονομικού ανταλλάγματος από τους τηλεοπτικούς σταθμούς εθνικής εμβέλειας. Το Β’ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την επταμελή του σύνθεση, απέρριψε τις προσφυγές του Mega και του Star Channel, κρίνοντας πως οι τηλεοπτικοί σταθμοί είναι υποχρεωμένοι να πληρώνουν για τις συχνότητες που χρησιμοποιούν. Οι αποφάσεις αφορούν προηγούμενες χρονικές περιόδους (1996, 1997), αλλά μπορούν κατά αναλογία να ισχύσουν και για το επίμαχο διάστημα 2011 – 2014, για το οποίο ο υπουργός Επικρατείας Νίκος Παππάς καταλόγισε τέλη χρήσης συχνοτήτων ύψους 24 εκατ. ευρώ.
Πρόκειται για διαδοχικές αποφάσεις του Συμβουλίου (τις 2595, 2596, 2594/2015 επί των προσφυγών της Τηλέτυπος για την απόφαση του Εφετείου σχετικά με το τέλος συχνοτήτων της περιόδου 1996 – 1997 και την 2597/2015 επί της προσφυγής της Νέας Τηλεόρασης) που θεωρούνται καθοριστικής σημασίας όσον αφορά την πληρωμή του «ενοικίου» από τους σταθμούς εθνικής εμβέλειας για τη χρήση των συχνοτήτων. Οι αποφάσεις αυτές δημοσιεύτηκαν προ ημερών και ασφαλώς θα τις λάβουν υπ’ όψιν τους οι εκπρόσωποι του Ελληνικού Δημοσίου στην κύρια εκδίκαση, τις επόμενες μέρες, των ασφαλιστικών μέτρων που έχουν καταθέσει οι σταθμοί εθνικής εμβέλειας ζητώντας να μην πληρώσουν τις οφειλές τους.
Συνοπτικά, η επταμελής σύνθεση του Β’ Τμήματος του ΣτΕ κρίνει πως το τέλος χρήσης συχνοτήτων δεν μπορεί να θεωρηθεί «ανταποδοτικό» και, συνεπώς, ο ισχυρισμός της ΕΙΤΗΣΕΕ ότι αντισταθμίζεται η πληρωμή του με τη δωρεάν διαφήμιση των κομμάτων κατά τις προεκλογικές περιόδους μάλλον αποδυναμώνεται… Με την ετήσια παράταση που δόθηκε με το άρθρο 5 του νόμου 2328/1995 στους τηλεοπτικούς σταθμούς να εκπέμπουν μέχρι να γίνει η προκήρυξη των συχνοτήτων, η λειτουργία τους «τελεί υπό τον όρο της καταβολής του ετήσιου ανταλλάγματος, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, για τη χρήση διαύλων ραδιοσυχνοτήτων». Κι αυτό καθώς «το φάσμα ραδιοσυχνοτήτων αποτελεί σπάνιο πόρο, η διαχείριση του οποίου συνιστά κυριαρχικό δικαίωμα του κράτους», συνιστά «δημόσιο αγαθό», και «μάλιστα με σημαντική οικονομική αξία», «εφόσον η χορήγηση άδειας χρήσεώς του δίνει στον κάτοχο τη δυνατότητα να αποκομίσει σημαντικά οικονομικά οφέλη και του παρέχει πλεονεκτήματα έναντι άλλων επιχειρηματιών που θα ήθελαν να το χρησιμοποιούν».
Το τέλος αυτό δεν αποτελεί «φορολογικό βάρος» ούτε ανταποδοτικό τέλος, η δε επιβολή του συνίσταται στη «βέλτιστη χρήση του σπάνιου πόρου, για την εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού» και γι’ αυτό αποτελεί «θεμιτό, κατ’ αρχήν, κατά το Σύνταγμα, περιορισμό της οικονομικής ελευθερίας».
Τέλος, η (πρώην) ΕΡΤ εξαιρέθηκε από την υποχρέωση καταβολής τέλους γιατί δεν υπάγεται στο καθεστώς της ιδιωτικής τηλεόρασης (ν. 2328/95) και διαφοροποιείται λόγω του καταστατικού της σκοπού (ν.1730/1987), καθώς δεν έχει στόχο το κέρδος.