Δημοσιεύουμε τις προτάσεις των δικηγόρων του ΕΣΡ για τη θεσμική αναβάθμιση της Ανεξάρτητης Αρχής.
- Eνδυνάμωση του ΕΣΡ με νέες αρμοδιότητες
Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες όπου λειτουργούν ανεξάρτητες αρχές η κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των τελευταίων και των υπηρεσιών της κεντρικής διοίκησης γίνεται ως εξής:
- Η κεντρική διοίκηση σχεδιάζει την ραδιοτηλεοπτική πολιτική και διαμορφώνει τα σχετικά σχέδια νόμου όπου καθορίζονται οι θεμελιώδεις κανόνες λειτουργίας των ραδιοτηλεοπτικών μέσων.
- Οι ανεξάρτητες αρχές (αντίστοιχες των ΕΣΡ, ΕΕΤΤ), πέραν των ελεγκτικών αρμοδιοτήτων τους, εφαρμόζουν τη νομοθεσία προβαίνοντας σε κάθε ενέργεια για την αδειοδότηση των σταθμών και εξειδικεύουν τη νομοθεσία εκδίδοντας τις απαραίτητες κανονιστικές πράξεις.
Στη χώρα μας το ΕΣΡ δεν διαθέτει καθόλου αυτόνομη κανονιστική αρμοδιότητα, ενώ στο κρίσιμο ζήτημα της αδειοδότησης των σταθμών παραμένει δέσμιο των κυβερνητικών επιλογών ως προς την έναρξη της διαγωνιστικής διαδικασίας. Επισημαίνεται ότι από νομική άποψη δεν εκφράζεται καμία επιφύλαξη ως προς την εκχώρηση κανονιστικών αρμοδιοτήτων στις ανεξάρτητες αρχές, εκτός εκείνης που ισχύει και για τις υπόλοιπες διοικητικές αρχές.
Προτείνεται αναλυτικότερα να ανατεθούν στο ΕΣΡ οι εξής αρμοδιότητες:
α. Έκδοση κανονιστικών πράξεων
– για τον καθορισμό του αριθμού και του είδους των αδειών λειτουργίας παρόχων περιεχομένου της επίγειας ψηφιακής τηλεόρασης (ισχύουσα αρμοδιότητα: Υπουργός Επικρατείας, μετά από γνώμη ΕΣΡ – άρθρο 13 παρ. 5 Ν. 3592/2007, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1, στοιχ. στ’ Ν. 4070/2012),
– ως προς τον Χάρτη Συχνοτήτων ραδιοφωνικών σταθμών[1] (ισχύουσα αρμοδιότητα: Υπουργοί Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων και Επικρατείας, μετά από γνώμη ΕΕΤΤ – άρθρο 8 παρ. 3 Ν. 3592/2007) [η αρμοδιότητα θα ασκείται από κοινού με την ΕΕΤΤ]
– ως προς τον καθορισμό του αριθμού και του είδους των υπό προκήρυξη αδειών λειτουργίας ραδιοφωνικών σταθμών (ισχύουσα αρμοδιότητα: Υπουργός Επικρατείας – άρθρο 8 παρ. 5 Ν. 3592/2007),
– ως προς τους κανόνες δεοντολογίας ραδιοτηλεοπτικών σταθμών (ισχύουσα αρμοδιότητα: Απόφαση του ΕΣΡ, μετά από γνώμη εμπλεκόμενων φορέων, επί τη βάσει της οποίας διαμορφώνεται πρόταση του Υπουργού Επικρατείας για έκδοση Προεδρικού Διατάγματος – άρθρο 3 παρ. 15 Ν. 2328/1995),
– ως προς τους κανόνες της πολυφωνίας κατά την προεκλογική περίοδο (ισχύουσα αρμοδιότητα: Υπουργοί Εσωτερικών και Επικρατείας μετά από γνώμη ΕΣΡ και πρόταση Διακομματικής Επιτροπής Εκλογών – άρθρο 47 παρ. 4 ΠΔ 26/2012),
– ως προς διάφορα ειδικότερα ζητήματα εφαρμογής της ραδιοτηλεοπτικής νομοθεσίας (ενδεικτικώς αναφερόμενα):
- προστασία παιδικής ηλικίας (ισχύουσα αρμοδιότητα: Υπουργός Επικρατείας – άρθρο 26 παρ. 7 ΠΔ 109/2010)
- αδειοδότηση ερασιτεχνικών ραδιοφωνικών σταθμών σταθμών (ισχύουσα αρμοδιότητα: Προεδρικό Διάταγμα μετά από πρόταση του Υπουργού Επικρατείας και μετά από γνώμη του Ε.Σ.Ρ. και της Ε.Ε.Τ.Τ. – άρθρο 8 παρ. 21 Ν. 3592/2007),
- μηνύματα κοινωνικού περιεχομένου (ισχύουσα αρμοδιότητα: Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Επικρατείας – άρθρο 3 παρ. 21 Ν. 2328/1995).
β. Έκδοση πράξεων για την επιβολή τελών στους ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς
Στόχος των διατάξεων είναι η κατοχύρωση της δημοσιονομικής αυτοτέλειας του ΕΣΡ και, κατά συνέπεια, της λειτουργικής ανεξαρτησίας του. Τα τέλη που θα εισπράττονται θα αφορούν τα έξοδα παρακολούθησης των εκπομπών ή επεξεργασίας αιτήσεων π. χ. για την έγκριση μεταβιβάσεων, αδειών δικτυώσεων, εγκρίσεων περιεχομένου. Αντίστοιχη νομοθεσία υπάρχει για την ΕΕΤΤ (άρθρα 74 -75 Ν. 4070/2012).
γ. Συμβουλευτική αρμοδιότητα πριν από κάθε νομοθέτημα ραδιοτηλεοπτικού ενδιαφέροντος.
- Τροποποιήσεις του νομικού καθεστώτος των μελών του ΕΣΡ
Σε αντίθεση με τους επικεφαλής της παραδοσιακής δημόσιας διοίκησης (δηλ. τους υπουργούς και τους υφυπουργούς) που νομιμοποιούνται αποκλειστικά και μόνο από την ψήφο του ελληνικού λαού, η θεμελιώδης νομιμοποιητική αρχή λειτουργίας των ανεξάρτητων αρχών είναι η επιστημονική / επαγγελματική εξειδίκευση των μελών τους στο έργο που αναλαμβάνουν.
Για το λόγο αυτό προτείνεται να διατυπωθούν με σαφήνεια τα κριτήρια και ο τρόπος επιλογής των μελών καθώς και ο τρόπος άσκησης των καθηκόντων τους.
α. Ορισμός της επιστημονικής γνώσης ή της επαγγελματικής εμπειρίας ως αποκλειστικού κριτηρίου επιλογής
Η ισχύουσα νομοθεσία παρέχει τη δυνατότητα ορισμού ως μελών προσώπων που δεν έχουν σχέση με το αντικείμενο που καλούνται να εποπτεύσουν ! Από το ισχύον άρθρο 2 παρ. 3 Ν. 2863/2000 προτείνεται να αφαιρεθούν οι λέξεις με έντονη γραφή και να τεθεί πριν από τη λέξη «σχέση» η λέξη «άμεση»: «Ως μέλη του Ε.Σ.Ρ. επιλέγονται πρόσωπα τα οποία διακρίνονται για την επιστημονική κατάρτισή τους ή την επαγγελματική εμπειρία τους ή την προσφορά τους στο δημόσιο βίο, ιδίως σε τομείς που έχουν σχέση, άμεση ή έμμεση, με την αποστολή και το περιεχόμενο των αρμοδιοτήτων της αρχής».Προτεινόμενη διατύπωση παραγράφου:«Ως μέλη του Ε.Σ.Ρ. επιλέγονται πρόσωπα τα οποία διακρίνονται για την επιστημονική κατάρτισή τους ή την επαγγελματική εμπειρία σε τομείς που έχουν άμεση σχέση με την αποστολή και το περιεχόμενο των αρμοδιοτήτων της αρχής»
β. Διαφάνεια κατά τη διαδικασία επιλογής.
Στο άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 3051/2002, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 61 παρ. 2 Ν. 4055/2012, για την επιλογή των μελών των συνταγματικά κατοχυρωμένων ανεξάρτητων αρχών προβλέπεται πλέον νέα διαδικασία: εισήγηση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας και στη συνέχεια απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής.
Η νέα διαδικασία αναμένεται να εξειδικευθεί με τροποποίηση του Κανονισμού της Βουλής. Στην περίπτωση αυτή προτείνεται να προβλεφθούν:
– δυνατότητα υποβολής μη δεσμευτικής προτάσεως μελών και από επιστημονικούς ή επαγγελματικούς φορείς που σχετίζονται με το χώρο των ΜΜΕ, κατόπιν σχετικής πρόσκλησης της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής,
– δυνατότητα ακροάσεως των προτεινόμενων μελών σε δημόσια συνεδρίαση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής.
γ. Δυνητική ένταξη των μελών στο καθεστώς της αποκλειστικής απασχόλησης (άρθρο 3 παρ. 1 Ν. 2863/2000)
Το μειονέκτημα της ισχύουσας ρύθμισης είναι ότι δημιουργεί δύο κατηγορίες μελών, ανάλογα με την ιεραρχική τους θέση [Πρόεδρος-Αντιπρόεδρος: πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, Μέλη: πλήρους απασχόλησης].
Προτείνεται στον ισχύοντα κανόνα της πλήρους απασχόλησης να παρασχεθεί και η δυνατότητα της εντάξεως στο καθεστώς της πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης κατόπιν αιτήσεως ή δηλώσεως των μελών κατά την έναρξη της θητείας τους, με ανάλογη αύξηση των αποδοχών τους. Κατά τον τρόπο αυτό θα καταστεί πιο ευχερής η παρουσία μελών που προέρχονται από την ενεργό επαγγελματική δραστηριότητα.
Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με την πρόσφατη διάταξη για τις συνταγματικά κατοχυρωμένες ανεξάρτητες αρχές, προβλέπεται ήδη η δυνατότητα ένταξης και των μελών στο καθεστώς της πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης (άρθρο 3 παρ. 5 ν. 3051/2002, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 61 παρ. 2 Ν. 4055/2012).
δ. Μείωση της διάρκειας απαγόρευσης επιστροφής στην αγορά σε μέλη του ΕΣΡ και της διάρκειας λήψης αποδοχών μετά τη λήξη της θητείας
Η ισχύουσα διάταξη του άρθρου 3 παρ. 4 ν. 2863/2000 προβλέπει υποχρέωση απαγόρευσης απασχόλησης των μελών του ΕΣΡ σε εταιρείες του ραδιοτηλεοπτικού χώρου για 3 έτη μετά τη λήξη της θητείας τους. Πρόκειται για εξαιρετικά αυστηρή διάταξη, αφού σε άλλες ευρωπαϊκές νομοθεσίες η αντίστοιχη απαγόρευση ισχύει μόνο για 1 έτος.
Προτείνεται η διάρκεια αυτής της περιόδου, όπως και εκείνη της καταβολής των αποδοχών του μέλους του ΕΣΡ μετά το τέλος της θητείας (άρθρο 3 παρ. 8 ν. 2863/2000), να οριστεί στο ένα (1) έτος και να αφορά το σύνολο των αποδοχών και όχι το 1/3 αυτών, όπως ισχύει σήμερα. Οι διατάξεις περί συνέχισης καταβολής αποδοχών πρέπει να αφορούν μόνο πρόσωπα που επιστρέφουν στην αγορά εργασίας (δημόσιας ή ιδιωτικής) και όχι συνταξιούχους, δεδομένου ότι η εν λόγω καταβολή συνιστά αποζημίωση για την αποχή από ορισμένη εργασία.
Τέλος, προτείνεται οι λεπτομέρειες για την εφαρμογή της διάταξης αυτής (π. χ. υποβολή υπεύθυνης δήλωσης, όροι διακοπής καταβολής αποδοχών) να ορίζονται με υπουργική απόφαση των αρμόδιων υπουργών.
[1] Σε αντίθεση με την τηλεόραση, η διαμόρφωση των Χαρτών Συχνοτήτων στη ραδιοφωνία επηρεάζει και τον αριθμό των διαθέσιμων συχνοτήτων ανά γεωγραφική περιοχή.