Συγκλονιστικές είναι και οι απώλειες των τηλεοπτικών σταθμών και των εργαζομένων σε αυτά, του Δημοσίου και των ασφαλιστικών ταμείων από τη λειτουργία των μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών ψηφιακών Μέσων στην Ελλάδα. Περίπου 200.000.000 ευρώ ετησίως, ικανά να αναζωογονήσουν όλη την ελληνική αγορά διαφήμισης και ΜΜΕ, χάνονται μέσω internet. Οι εταιρείες ψηφιακής επικοινωνίας αξιοποιούν τα κενά στη νομοθεσία ασκώντας αθέμιτο ανταγωνισμό σε βάρος των παραδοσιακών εταιρειών ΜΜΕ, καθώς ο διαφημιζόμενος δεν πληρώνει ΦΠΑ, αγγελιόσημο και ειδικό φόρο. Καθώς οι πολυεθνικές είναι φθηνότερες, εισπράττουν τη μερίδα του λέοντος στη διαφήμιση από την ελληνική αγορά και μεταφέρουν τα έσοδά τους στο εξωτερικό.
Το σύστημα λειτουργεί ως εξής: Εταιρεία με έδρα την Ελλάδα, η οποία δραστηριοποιείται στα ψηφιακά Μέσα (συμβάλλεται με ξένη εταιρεία πώλησης διαφήμισης βάσει σύμβασης), για κάθε ευρώ διαφήμισης που θα ισχυρίζεται η ξένη εταιρεία ότι πουλάει, θα κρατάει το 55% και θα δίνει το 45%. Ο διαφημιζόμενος, ο οποίος έχει έδρα την Ελλάδα, θέλει να διαφημίσει δραστηριότητα που έχει στην Ελλάδα σε ένα από τα παραπάνω ψηφιακά Μέσα. Ανοίγει λογαριασμό στην υπηρεσία πώλησης της ξένης εταιρείας και πληρώνει με την πιστωτική του κάρτα. Στο τέλος κάθε μήνα, η ξένη εταιρεία μεταφέρει τα χρήματα μέσω τραπέζης στον λογαριασμό που έχει δηλώσει ο ιδιοκτήτης του Μέσου χωρίς την έκδοση οποιουδήποτε παραστατικού.
Οι απώλειες για τη βιομηχανία των ΜΜΕ και του Δημοσίου είναι τεράστια. Το Δημόσιο χάνει ΦΠΑ, αγγελιόσημο, ειδικό φόρο, ενώ από τη στιγμή που δεν εκδίδονται παραστατικά δεν εμφανίζονται και τα κέρδη τους, για τα οποία φορολογούνται.
Με την κατάσταση αυτή του αθέμιτου ανταγωνισμού έχει επιβληθεί ένα επαχθέστερο καθεστώς επιστροφών της τάξης του 55%. Δεδομένου ότι ο όγκος των πελατών και των budget πηγαίνει σε αυτές τις φθηνότερες λύσεις προβολής, όλα τα Μέσα που είναι στην Ελλάδα εκβιάζονται εμμέσως να διαθέσουν χώρο και χρόνο προβολής τους σε αυτές τις εταιρείες διαχείρισης, παραδίδοντας σε αυτές αμαχητί το 55% του δυνητικού τους εσόδου! Λύση δεν μπορεί να μην υπάρχει. Ο υπουργός Οικονομικών έχει τον λόγο καθώς και οι οικονομικοί εισαγγελείς.