Η εμπορική επικοινωνία είναι παραγωγική δραστηριότητα ελληνικής προστιθέμενης αξίας, η οποία λειτουργεί ως καταλύτης για την ιδιωτική οικονομία και τα παραγόμενα από αυτή δημοσιονομικά έσοδα. Πρόσφατη μελέτη έδειξε ότι κάθε ένα ευρώ που επενδύεται σε διαφήμιση στην Ελλάδα, παράγει τέσσερα για την ελληνική οικονομία. Η εμπορική επικοινωνία δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ως πεδίο υπερ-φορολόγησης και μάλιστα σε ποσοστά αδιανόητα για οποιοδήποτε άλλο κλάδο στην Ελλάδα και στις ευρωπαϊκές χώρες. Η διαφήμιση επιβαρύνεται με Ειδικό Φόρο Τηλεόρασης 20% (από 1-1-2015) με Αγγελιόσημο 20% (Τύπος) ή 21,5% (Τηλεόραση και Ραδιόφωνο) και βεβαίως με ΦΠΑ 23%, ενώ συζητείται Ειδικός Φόρος Διαδικτύου παράλληλα με Αγγελιόσημο στις διαδικτυακές διαφημίσεις. Θα πρέπει να γίνει κατανοητό από όλους τους ενδιαφερόμενους, ότι οι έμμεσοι φόροι υπέρ Δημοσίου ή υπέρ τρίτων είναι υφεσιακοί, αφού δεσμεύουν μεγάλο μέρος από τα ετήσια κονδύλια των διαφημιζόμενων που προορίζονται για επικοινωνία και που είναι κατά κανόνα ανελαστικά. Μειώνουν δηλαδή τον κύκλο εργασιών όλων των κλάδων που χρηματοδοτούνται από τη διαφήμιση, πρωτίστως των ίδιων των Μέσων. Τυχόν εφαρμογή νέων φόρων και στο διαδίκτυο, θα επιδεινώσει την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών μέσων του διαδικτύου που ανταγωνίζονται τους διεθνείς ψηφιακούς κολοσσούς που ήδη απορροφούν μεγάλο μέρος της ελληνικής διαφημιστικής επένδυσης στο διαδίκτυο. Είναι βέβαιο ότι η Πολιτεία μπορεί να διασφαλίσει δημοσιονομικούς πόρους και κοινωνικοασφαλιστικά δικαιώματα χωρίς να καταφεύγει στοχευμένα σε εξοντωτικούς έμμεσους φόρους επί της διαφήμισης -είτε υπέρ του Δημοσίου είτε υπέρ τρίτων-, σε μέτρα δηλαδή ευθέως υφεσιακά, που θα επιφέρουν νέα μείωση δραστηριότητας και νέα μείωση θέσεων εργασίας σε ένα σημαντικό και δημιουργικό κλάδο της ελληνικής οικονομίας που ήδη έχει πληγεί όσο ελάχιστοι στη χώρα, έχοντας παρουσιάσει από το 2008 απώλειες της τάξεως του 70% του κύκλου εργασιών και του 1/3 των θέσεων εργασίας.