Ο κ. Δ. Ρηγόπουλος, στο άρθρο του «Αρχαιολογία και Χορηγοί, Διαρκής Εστία Αμηχανίας», στην Καθημερινή της 30ης Μαΐου 2015, αναφέρεται σε μια «τυπικά ελληνική ιστορία δημιουργικής… εξαέρωσης της γενναιόδωρης πρόθεσης ενός κοινωφελούς ιδρύματος να προσφέρει στο ελληνικό κράτος τρία εκατομμύρια ευρώ για την αναβάθμιση δύο αρχαιολογικών χώρων» ανακαλύπτοντας την… ευθύνη των συνδικαλιστών του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων, ο οποίος, σύμφωνα με τις έγκυρες (;) πηγές του αρθρογράφου, ελέγχεται από συγκεκριμένο κόμμα! Παρακάμπτοντας το εύλογο ερώτημα από ποιές ακριβώς πηγές αντλεί ο αρθρογράφος τις πληροφορίες του σχετικά με τα πολιτικά και κοινωνικά φρονήματα των μελών του ΔΣ, αναπολώντας προφανώς τις “καλές” εποχές των “πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων”, ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων θεωρεί σκόπιμες τις παρακάτω παρατηρήσεις:
Καταρχάς είναι απορίας άξιον γιατί επανέρχεται το θέμα της «δωρεάς που δήθεν χάθηκε» και μάλιστα στην ίδια εφημερίδα («Καθημερινή»), όταν το θέμα έχει κλείσει με την από 1/4/2015 επιστολή του Ιδρύματος Νιάρχος προς την Καθημερινή, στην οποία αναφέρει: “το Iδρυμα Σταύρος Νιάρχος δεν έχει εγκρίνει καμία σχετική δωρεά προς το υπουργείο Πολιτισμού για τη στήριξη του συγκεκριμένου πιλοτικού σχεδίου, την οποία το υπουργείο να «επέστρεψε»”. Απορούμε επίσης για ποιο λόγο ο κος Ρηγόπουλος επιμένει ότι «η επιτροπή ολοκλήρωσε το έργο της», όταν το ίδιο το Ίδρυμα Νιάρχου αναφέρει επί λέξει στην επιστολή του «είχε ξεκινήσει μια συζήτηση (…) η οποία ωστόσο δεν ολοκληρώθηκε». Αυτό βέβαια δεν εμπόδισε να παρουσιαστούν σε διεθνή συνέδρια ανακοινώσεις της πρώην ΓΓ του ΥΠΠΟ Λ. Μενδώνη και του προέδρου της ΜΚΟ Πρωτοβουλία για την Ανάδειξη της Πολιτιστικής Κληρονομιάς, όπως αναφέρει ο αρθρογράφος. Θα πρεπε να γνωρίζει όμως ο κος Ρηγόπουλος ότι η προστασία και η ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς, καθώς και η χάραξη της πολιτικής του Υπουργείου, δεν γίνονται δια ανακοινώσεων προέδρων ΜΚΟ, πόσο μάλλον όταν αυτά έρχονται σε αντίθεση με το Σύνταγμα και τους νόμους του κράτους.
Ως προς τα τελευταίο, ας θυμίσουμε μερικά πράγματα:
Η επιτροπή με αντικείμενο την «επεξεργασία προτάσεων προς την πολιτική ηγεσία για την ολοκληρωμένη διαχείριση των αρχαιολογικών χώρων, τις δράσεις προβολής τους και την εξυπηρέτηση των επισκεπτών» του Κεραμεικού και της Βραυρώνας, συγκροτήθηκε, μετά από πρωτοβουλία της προηγούμενης πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου, από 3 υπηρεσιακά στελέχη της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Πολιτισμού τον πρόεδρο της ΜΚΟ Πρωτοβουλία για την Ανάδειξη της Πολιτιστικής Κληρονομιάς και τον τεχνικό σύμβουλο του Υπουργείου Πολιτισμού για το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα ΕΣΠΑ 2007 – 2013. Με την εμπλοκή δηλαδή και εξωθεσμικών παραγόντων, χωρίς καν τη συμμετοχή στελεχών από τις αρμόδιες Εφορείες Αρχαιοτήτων ή τη γνωστοποίηση της συγκρότησής της στην καθ’ ύλην αρμόδια Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς! Στόχος της επιτροπής ήταν η επεξεργασία θέσεων και η εξεύρεση λύσεων για τη βελτιστοποίηση των υποδομών και των παρεχόμενων υπηρεσιών στους δύο αρχαιολογικούς χώρους, οι οποίοι όμως κάθε άλλο παρά «εγκαταλελειμμένοι» είναι, καθώς έχουν ήδη γίνει ή βρίσκονται σε εξέλιξη έργα των αρμόδιων Εφορειών, με τη χρηματοδότηση του ΕΣΠΑ για τη βελτίωση των υποδομών τους. Δεν γνωρίζει ο αρθρογράφος ότι το Μουσείο του Κεραμεικού είναι ένα από τα πιο όμορφα μικρά Μουσεία της Αττικής, ή του διαφεύγει ότι είναι σε εξέλιξη το έργο της επανέκθεσης του Μουσείου Βραυρώνας;
Γιατί, όμως, δεν ολοκληρώθηκε ποτέ το έργο της Επιτροπής; Εξ όσων γνωρίζουμε, για την εκταμίευση της δωρεάς τέθηκε ως προϋπόθεση ο τρόπος υλοποίησης να περιλαμβάνει τον χειρισμό των οικονομικών από την εν λόγω ΜΚΟ και όχι από την ίδια την Υπηρεσία. Η ΜΚΟ, λοιπόν, θα αναλάμβανε κάθε πρωτοβουλία, θα προσλάμβανε το απαραίτητο προσωπικό, θα ανέθετε τις εργασίες σε συνεργάτες και γενικά θα διαχειριζόταν τα χρήματα της δωρεάς αποκλειστικά μόνη της. Βεβαίως, κατά παράβαση της κείμενης νομοθεσίας που –και ο ίδιος ο κ. Ρηγόπουλος αναφέρει- προβλέπει την εκτέλεση τέτοιων έργων με τη διαδικασία της αρχαιολογικής αυτεπιστασίας από την ίδια την Υπηρεσία. Ποιος ήταν λοιπόν υπεύθυνος για το θεσμικό και δεοντολογικό ολίσθημα; Πάντως, όχι ο Σύλλογος!
Το πραγματικό ερώτημα που θα άξιζε όντως να διερευνηθεί, πάντως, είναι ποιοι ήταν οι λόγοι που «επέβαλαν» την εμπλοκή ενός ιδιωτικού Ιδρύματος και μιας ΜΚΟ στη διαχείριση δύο αρχαιολογικών χώρων, έργο που ασκείται από την ίδια την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Κι αφού οι λόγοι δεν έχουν σχέση με την ανάγκη των ίδιων των μνημείων, ίσως σχετίζεται με την εκμετάλλευση των μνημείων για πολιτικές ή προσωπικές σκοπιμότητες…
Επειδή πάντως ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων, σε αντίθεση με τον αρθρογράφο, δεν έχει ιδεοληψίες, ομόφωνα το ΔΣ –και ανεξάρτητα από την πολιτική άποψη ή την κομματική τοποθέτηση κάθε μέλους- και τα μέλη του Συλλόγου κατέστησαν σαφές σε όλους τους τόνους και με όλους τους τρόπους ότι αυτή η εμπλοκή είχε ως στόχο να πλήξει άμεσα τον αποφασιστικό και εκτελεστικό ρόλο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, με την υφαρπαγή του φυσικού της αντικειμένου και τη θέση της στο περιθώριο. Κάτι τέτοιο ήταν απόλυτα συνυφασμένο με την προσπάθεια των τελευταίων ετών για νομοθέτηση παράλληλων κέντρων για τη διαχείριση της πολιτισμικής κληρονομιάς παρακάμπτοντας την καθ’ ύλην αρμόδια Αρχαιολογική Υπηρεσία. Άλλωστε, ο νέος Οργανισμός (ΠΔ 104/2014) του Υπουργείου Πολιτισμού συρρίκνωσε τις Υπηρεσίες του κατατείνοντας στην ίδια κατεύθυνση, μιας Αρχαιολογικής Υπηρεσίας που εποπτεύει μόνον, όπως έχει αναφερθεί εκτενώς σε εμπεριστατωμένο ρεπορτάζ της ίδιας εφημερίδας (Καθημερινή, 16/11/2014).
Επίσης, ο Σύλλογος δεν εκφράζει άκριτα αντιρρήσεις σε περιπτώσεις που τρίτοι χρηματοδοτούν έργα του Υπουργείου ή χορηγιών, όταν αυτές υποστηρίζουν το έργο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Όμως, δήλωνε και δηλώνει ότι θα σταθεί απέναντι σε κάθε προσπάθεια υποκατάστασής των Υπηρεσιών του Πολιτισμού με τελικό σκοπό την κατάργησή τους. Και μια τέτοια περίπτωση ήταν η προσπάθεια εμπλοκής μιας ΜΚΟ στη διαχείριση και τη λειτουργία των αρχαιολογικών χώρων.
Για να το κατανοήσει ο κ. Ρηγόπουλος και όποιος αναγνώστης μπορεί να ενστερνίστηκε τα επιχειρήματά του, ο Σύλλογος δεν αντιτίθεται γενικά και αόριστα στην έννοια της δωρεάς, της χορηγίας και των συνεργειών. Τα μέλη του Συλλόγου, όμως, διαθέτουν μεγάλη εμπειρία και πικράν πείρα στις καλές και τις κακές πρακτικές που μπορούν να αναπτυχθούν γύρω από τέτοια θέματα. Η εξίσωση «κάθε ιδιωτική χορηγία είναι καλή» απέχει πολύ από την πραγματικότητα, και πλείστα όσα παραδείγματα θα μπορούσαμε να θέσουμε στη διάθεση του αρθρογράφου, με κορυφαίο την εμπλοκή ΜΚΟ στην πρόσληψη φυλάκων και προσωπικού καθαριότητας σε αρχαιολογικούς χώρους, η οποία σταμάτησε από τις ίδιες τις πολιτικές ηγεσίες που την ξεκίνησαν! Όπως έχει δημόσια δηλώσει πολλές φορές ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων –με τελευταία την πρόσφατη βιβλιοπαρουσίαση του τόμου «Κεραμεικός», τόμος που εκδόθηκε με τη χορηγία του Κοινωφελούς Ιδρύματος Ιωάννη Σ. Λάτση και η παρουσίασή του πραγματοποιήθηκε στο κτίριο του Συλλόγου- υποστηρίζει κάθε δράση που έρχεται να υποστηρίξει και όχι να υποκαταστήσει το έργο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και τον κοινωνικό ρόλο του πολιτισμού. Βέβαια, στο πλαίσιο αυτό, δυστυχώς, δεν εντάσσεται η πολιτιστική χορηγία, καθώς ο Νόμος που την προβλέπει (Ν. 3525/2007, ΦΕΚ 16/Α/26.1.2007), δεν επιτρέπει καν τη στοχευμένη χορηγία σε συγκεκριμένα έργα, αλλά γενικά στο Υπουργείο, το οποίο μπορεί να κατανέμει τα χρήματα κατά τις προτεραιότητές της πολιτικής του ηγεσίας. Είναι αυτονόητο ότι η σχετική νομοθεσία διαθέτει χαρακτηριστικά πολιτικής υστεροβουλίας και ως φυσικό επακόλουθο έχει εξαφανίσει τη έννοια της πολιτιστικής χορηγίας, με βαριά ευθύνη των προηγούμενων πολιτικών ηγεσιών, που τη θεσμοθέτησαν ή δεν φρόντισαν να την αναδιατυπώσουν. Περιέργως, ούτε αυτό το θέμα θίγεται στο εν λόγω άρθρο του κου Ρηγόπουλου.
Κατανοούμε απολύτως ότι το τελευταίο διάστημα ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων με τις δημόσιες παρεμβάσεις και τις τοποθετήσεις του, έχει ενοχλήσει διάφορα κέντρα ή παράκεντρα εξουσιών, που μόνο στόχο είχαν και έχουν τη σταδιακή υποκατάσταση του αρχαιολογικού έργου από τρίτους, εξωθεσμικούς παράγοντες. Αρκεί να θυμηθούμε την καίρια παρέμβασή του στην περίπτωση της Αμφίπολης η οποία υπήρξε καταλυτική για την αποκάλυψη και στη συνέχεια την αποτροπή της άνευ αρχών πολιτικής εκμετάλλευσης μιας εν εξελίξει ανασκαφής, διαφυλάττοντας το κύρος της αρχαιολογικής επιστήμης και των λειτουργών της.
Δεν μας παραξενεύει λοιπόν η συστηματική συκοφάντηση των αρχών και της πολιτικής που ακολουθεί ο ΣΕΑ από την Καθημερινή, που σε συγκεκριμένα ζητήματα έχει αντιδιαμετρικά αντίθετη άποψη. Διαβεβαιώνουμε τον αρθρογράφο ότι θα συνεχίσουμε το ίδιο σθεναρά να υπερασπιζόμαστε το αρχαιολογικό έργο, το δημόσιο χαρακτήρα του, και την Αρχαιολογική Υπηρεσία ως έναν ενιαίο αδιαίρετο οργανισμό από κάθε είδους όψιμους και αυτόκλητους «σωτήρες» του, όχι προς όφελος της «συντεχνίας» μας, αλλά ισοβαρώς για τα μνημεία, την κοινωνία και τους εργαζόμενους.