Ο τίτλος της καταπληκτικής ταινίας του Σίντνεϊ Πόλακ αποδίδει τη σκληρή πραγματικότητα που έζησε ο Σεραφείμ Φυντανίδης μέχρι την ημέρα των Χριστουγέννων, όταν αποφάσισε να μας αποχαιρετίσει…
Όλοι θυμήθηκαν τώρα, που δεν υπάρχει πια, πόσο μεγάλος και σημαντικός δημοσιογράφος ήταν. Κανείς από όλους αυτούς, όμως, που σήμερα του αφιερώνουν ύμνους δεν ενδιαφέρθηκε για τον Σεραφείμ στα χρόνια της μοναξιάς, όταν η κόρη του Κίτσου Τεγόπουλου, η Μάνια, που πήρε τα ηνία το 2006, μετά τον θάνατο του πατέρα της, του έδειξε κακήν κακώς την πόρτα της εξόδου από την «Ελευθεροτυπία», την οποία είχε κρατήσει ψηλά για 31 χρόνια, στη γραμμή που την είχε και ο πατέρας του -όπως αποκαλούσε τον ιδιόρρυθμο Κίτσο- και ήταν η εφημερίδα που επηρέασε καίρια τις πολιτικές εξελίξεις. Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε τι έκανε τότε, αν είχε δουλειά, αν τα κατάφερνε, αν αντιμετώπιζε πρόβλημα ζωής…
Τώρα είναι αργά για δάκρυα… Δεν τα χρειάζεται πια ο Φυντανίδης και σίγουρα θα γελάει με αυτά που γράφουν… Δεν τα έχει ανάγκη γιατί τα αποτυπώματα που άφησε δεν μπορεί να τα σβήσει κανείς. Σε αυτά τα αποτυπώματα αναφέρονται σήμερα με καθυστέρηση… Αφού άφησε την τελευταία του πνοή στην καρδιολογική κλινική του «Ιπποκράτειου», διαλέγοντας τη μέρα που οι ουρανοί αγάλλονται…
Εκεί που πάει θα σμίξει με τον Κίτσο και θα βγάλουν τη νέα «Ελευθεροτυπία»…
Στην οικογένεια του Σεραφείμ, όλη τη συμπαράστασή μας… Της άφησε μεγάλη κληρονομιά. Και ένα κομμάτι είναι η απάντησή του στη Μάνια, οι λίγες γραμμές για την ώρα της αποχώρησής του από την εφημερίδα με την οποία μεγάλωσε μαζί, όπως τις παραθέτει στο τελευταίο βιβλίο του με τίτλο «31 Αξέχαστα Χρόνια»:
Ένα βράδυ τον σταμάτησε στον διάδρομο η Μάνια Τεγοπούλου και του είπε: «Παίρνετε πολύ μεγάλο μισθό. Θέλω να τον περιορίσουμε στο μισό και να μη δουλεύετε τόσο πολύ». Της απάντησε: «Για τα λεφτά να το συζητήσουμε. Αλλά το να μη δουλεύω πολύ δεν το δέχομαι». Ήταν το βράδυ που κατάλαβε ότι οι μέρες του στην «Ελευθεροτυπία» είχαν τελειώσει. «Έτσι όπως όρθιος προσελήφθην πριν από 31 χρόνια, όρθιος απελύθην».
Μ. Κ.