Το πρόβλημα λειτουργίας του τηλεοπτικού σταθμού της Βουλής έσκασε, προκαλώντας πάταγο και σφοδρή πολιτική αντιπαράθεση. Το κανάλι, που άρχισε να λειτουργεί το 1999, με ειδικό νόμο, για να προβάλλει τις συνεδριάσεις της Βουλής, εξελίχθηκε σε μεγάλο πολιτικό σκάνδαλο όλων των κυβερνήσεων. Ο Κανονισμός του προβλέπει 48 θέσεις μόνιμων εργαζομένων, έφθασε όμως να απασχολεί πριν από μερικά χρόνια έως και 100 άτομα και να στοιχίζει 4.000.000 ετησίως. Ύστερα από περικοπές, το Κανάλι της Βουλής απασχολεί σήμερα 82 άτομα και στοιχίζει περί τα 3.000.000 ευρώ ετησίως.
Από αυτά φαίνονται μόνο τα 850.000 ευρώ που αναφέρονται στον προϋπολογισμό της Βουλής ως κονδύλι για «αγορά τηλεοπτικών προγραμμάτων». Τα δε τηλεοπτικά προγράμματα είναι ντοκιμαντέρ που είχε προβάλει στο παρελθόν η ΕΡΤ και μουσικές εκπομπές, συνήθως όπερα, ή ταινίες! Για την ίδια τη Βουλή προβάλλονται μόνο οι συνεδριάσεις της Ολομέλειας, ειδήσεις και δυο τρεις ενημερωτικές εκπομπές.
Το σκάνδαλο έσκασε μετά την πρόθεση της Ζωής Κωνσταντοπούλου να αλλάξει το πρόγραμμα του καναλιού και να ζητήσει τις σχέσεις εργασίας των υπαλλήλων του. Κανείς δεν γνωρίζει -δεν υπάρχει καν τηλεοπτική υπηρεσία στο Οργανόγραμμα της Βουλής- πόσοι και πού ακριβώς εργάζονται στο Κανάλι της Βουλής. Πέρα από τα 48 άτομα που εργάζονται με συμβάσεις αορίστου χρόνου, υπάρχουν και 32 με σύμβαση ορισμένου χρόνου. Οι δημοσιογράφοι είναι οι λιγότεροι, 12 άτομα, ενώ στον σταθμό φαίνεται να απασχολούνται 45 τεχνικοί, 13 διοικητικοί και 12 παραγωγοί! Το 2012 είχαν βγει στη δημοσιότητα κάποια ονόματα δημοσιογράφων που εργάζονταν παράλληλα και σε ιδιωτικά κανάλια (!), ενώ υπάρχουν δημοσιογράφοι γνωστών ιστοσελίδων που εμφανίζονται ως «υπάλληλοι» στη Βουλή και στο περιοδικό που εκδίδεται από τη Βουλή. Ακόμη, πολλοί συνταξιούχοι της ΕΡΤ βρήκαν επαγγελματική στέγη στο Κανάλι της Βουλής, όπου παρέχουν υπηρεσίες ως στελέχη.
Η κυβέρνηση στην περίπτωση του Καναλιού της Βουλής φάνηκε άτολμη, καθώς δεν το ενέταξε στα προγράμματα της ΕΡΤ ώστε να σταματήσει η επιβάρυνση του προϋπολογισμού με 3.000.000 ευρώ τον χρόνο. Αν γινόταν αυτό, δεν θα υπήρχαν οι δικαιολογίες για δημοσιογραφικές εκπομπές, άρα και για ρουσφέτια.