Οι ραδιοφωνικοί σταθμοί είναι εκ των χαμένων από τις νομοθετικές παρεμβάσεις της κυβέρνησης στα media. Στην επιστολή τους προς το υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής επισημαίνουν πως μια σειρά αποφάσεων της κυβέρνησης έχει επιβαρύνει την οικονομική λειτουργία των τηλεοπτικών σταθμών. Η μείωση του ειδικού φόρου τηλεόρασης (από 20% σε 5%), που αρχικά θεσπίστηκε ως αντιστάθμισμα στο οικονομικό αντάλλαγμα που κλήθηκαν να καταβάλουν οι φορείς αδειοδοτημένων σταθμών πανελλαδικής εμβέλειας, είχε ως αποτέλεσμα τη συρρίκνωση της διαφημιστικής δαπάνης στο ραδιόφωνο. Η μείωση του ειδικού φόρου περιλαμβάνει και τους μη αδειοδοτημένους, σταθμούς περιφερειακής εμβέλειας, με συνακόλουθες περαιτέρω αρνητικές συνέπειες στη λειτουργία των τοπικών ραδιοφωνικών σταθμών όλης της επικράτειας.
Επιβάρυνση από το 2% υπέρ ΕΔΟΕΑΠ
Η θέσπιση νέου πόρου υπέρ του ΕΔΟΕΑΠ «με τη μορφή ποσοστού (2%) επί των ακαθάριστων εσόδων των ραδιοφωνικών επιχειρήσεων, πέραν του ότι συνιστά ανεπίτρεπτη υπέρ τρίτων επιβάρυνση, δημιουργεί συνθήκες ασφυξίας, καθώς τα ραδιόφωνα ανά την Ελλάδα είναι μικρές (και στην πλειοψηφία ζημιογόνες) επιχειρήσεις». Το αρρύθμιστο περιβάλλον επιβαρύνει περαιτέρω την κατάσταση.
Σύμφωνα με την ΕΙΙΡΑ, «οι πρωτοβουλίες της σημερινής κυβέρνησης να επιταχύνει τη μετάβαση στην ψηφιακή ραδιοφωνική εκπομπή κατέληξαν στο κενό, αφού έγιναν χωρίς να προηγηθεί διάλογος με τους θεσμικούς φορείς, χωρίς να αξιολογηθούν παραδείγματα άλλων ευρωπαϊκών χωρών, με μόνη προοπτική να ψηφιστεί ένας νόμος (όπως και έγινε, βλέπε ν. 4512/2018) και αποτέλεσμα τον εγκλωβισμό των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στο αναλογικό ραδιόφωνο». Η ΕΙΙΡΑ θεωρεί επίσης πως υπάρχει και ένα «προεκλογικό πεδίο χαριστικών ‘‘ρυθμίσεων’’» με την «πρόσφατη παρέμβαση της υπουργού Έφης Αχτσιόγλου, με τη μορφή εγγράφου του ειδικού γραμματέα του ΣΕΠΕ, για δήθεν παραβάσεις σχετιζόμενες με μη νόμιμη εφαρμογή της ισχύουσας συλλογικής σύμβασης εργασίας που έχει υπογραφεί με την Ένωση Τεχνικών Ελληνικής Ραδιοφωνίας».