Οι χώρες της νότιας Ευρώπης, στις οποίες ανήκει και η Ελλάδα, ήταν μέχρι πριν από μια δεκαετία συνώνυμες με την οικονομική κρίση της ευρωζώνης, ωστόσο τα πράγματα έχουν αλλάξει από τότε όσον αφορά τις αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας κάθε χώρας.
Η Ελλάδα, σύμφωνα με οικονομικό ρεπορτάζ της έγκριτης Le Monde κατάγραψε το 2024 ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 2,2%, ακολουθώντας την Ισπανία που προηγήθηκε με 2,7%. Η ανάπτυξη αυτή αποδίδεται από τους οικονομολόγους εν μέρει σε σημαντικές επενδύσεις στον τουρισμό, τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και τις υποδομές, που υποστηρίζονται και χρηματοδοτούνται από ταμεία ανάκαμψης της ΕΕ, όμως αυτή η πολιτική δεν φαίνεται να αποτελεί τη χρυσή διέξοδο για την ελληνική οικονομία. Προκλήσεις όπως το υψηλό δημόσιο χρέος, οι χαμηλοί μισθοί στην αγορά εργασίας, η ανεργία των νέων και η γήρανση του πληθυσμού εξακολουθούν να υφίστανται, γεγονός που επηρεάζει ποικιλοτρόπως την εργασία στη χώρα.
Τα στατιστικά για την Ελλάδα και η σύγκριση με χώρες του ΟΟΣΑ
Έκθεση της Κομισιόν μέσω του “European Economic Forecast” αναφέρει πως στην Ελλάδα η οικονομική ανάκαμψη βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα και οι βελτιώσεις στην παραγωγικότητα υπολείπονται κατά πολύ του μέσου όρου της ΕΕ, δημιουργώντας εμπόδια στην οικονομική ανάπτυξη.
Και οι οικονομικές αναφορές του Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ) αποδεικνύουν ξεκάθαρα πως, σε επίπεδο απασχόλησης, η Ελλάδα υπολείπεται περίπου 10 ποσοστιαίες μονάδες για να καλύψει την απόσταση που τη χωρίζει από τον μέσο όρο των κρατών της Ευρώπης, στα ζητήματα ανεργίας και εύρεσης εργασίας. Η συλλογή και ανάλυση των δεδομένων για τους δείκτες ανεργίας και απασχόλησης στην Ελλάδα έχει γίνει το 2024 από την Ένωση Ιδιωτικών Εταιρειών Απασχόλησης (ΕΝΙΔΕΑ), ώστε να μπορεί να γίνει σύγκριση με τους δείκτες του ΟΟΣΑ, της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) και της Ευρωζώνης, σύμφωνα με την Eurostat.
Προσπαθώντας κάποιος ν΄ αναλύσει ποια είναι η πραγματικότητα που επικρατεί σήμερα στην ελληνική αγορά εργασίας, θα εντοπίσει τόσο την πρόοδο, όσο και τις προκλήσεις που παραμένουν, ενώ αναπόφευκτα θα ανακαλύψει και τις διαφορές με τις τάσεις στην παγκόσμια αγορά εργασίας. Τα κυριότερα προβλήματα για το εργασιακό τοπίο στην Ελλάδα είναι και παραμένουν:
Υψηλά ποσοστά ανεργίας που δεν υποχωρούν: Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, στα τέλη του 2024 η Ελλάδα βρέθηκε στην τρίτη θέση μεταξύ των 38 χωρών του ΟΟΣΑ, όσον αφορά το ύψος της ανεργίας. Συγκεκριμένα, η Ελλάδα, με ανεργία στο 9,8%, βρέθηκε πίσω μονάχα από την Ισπανία, με 11,2% και την Κολομβία, με 10,1%. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση και πιο ειδικά στη ζώνη του ευρώ, τα ποσοστά ανεργίας παρέμειναν σε χαμηλά επίπεδα 5,9% και 6,3%, αντίστοιχα, στο τέλος του 2024.
Ανεργία στους νέους και στις γυναίκες: Είναι γεγονός πως η ανεργία των νέων παραμένει υψηλή στην Ελλάδα, με τους νέους να είναι μεν άτομα υψηλού μορφωτικού επιπέδου, αλλά ν’ αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην εύρεση εργασίας. Το αποτέλεσμα είναι πολλοί από αυτούς να αναζητούν τελικά επαγγελματική εξέλιξη στο εξωτερικό. Το ποσοστό ανεργίας των νέων (15-24 ετών) στην Ελλάδα ανέρχεται περίπου στο 22,5%, σημαντικά υψηλότερο από τον ΟΟΣΑ (10,9%), την Ε.Ε. (14,4%) και την Ευρωζώνη (14,1%). Τα τελευταία στοιχεία της Eurostat διαφοροποιούνται ελαφρώς και κάνουν λόγο για ανεργία των νέων στην Ελλάδα στο 21% στα τέλη του 2024, με την Ισπανία μόνο να σημειώνει υψηλότερο ποσοστό.
Δεν αποτελεί έκπληξη πως πολλοί αποφασίζουν τελικά να αφήσουν τη χώρα τους και να αναζητήσουν εργασία- και κατ’ επέκταση καλύτερες συνθήκες διαβίωσης – σε χώρες του εξωτερικού. Σύμφωνα με το CVWizard, καταγράφηκαν μέσω του Global Job Difficulty Index, οι πόλεις όπου η αναζήτηση εργασίας είναι εύκολη υπόθεση με καλές απολαβές αλλά και αυτές που οι εργαζόμενοι θα αντιμετωπίσουν υψηλό ανταγωνισμό για λίγες θέσεις εργασίας. Αποδείχτηκε πως η Ελβετία και ορισμένες πόλεις των ΗΠΑ, όπως η Βοστώνη και το Σαν Φρανσίσκο προσφέρουν τις καλύτερες θέσεις εργασίας με υψηλές ετήσιες αποδοχές, πολλές ευκαιρίες για επαγγελματική ανέλιξη, αλλά και υψηλό κόστος διαβίωσης και στέγασης.
Τα στοιχεία των φορέων για την απασχόληση στην Ελλάδα δείχνουν επίσης και αυξημένα ποσοστά ανεργίας ανάμεσα στις γυναίκες διαφόρων ηλικιών. Ενδεικτικό είναι το γεγονός πως το χάσμα ανεργίας μεταξύ ανδρών και γυναικών στην Ελλάδα είναι 8,4%, σημαντικά υψηλότερο από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ (4,7%), της Ε.Ε. (5,8%) και της Ευρωζώνης (6,2%).
Εργασιακή ανασφάλεια: Άλλο ένα χαρακτηριστικό της ελληνικής πραγματικότητας είναι οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης (μερική απασχόληση, εποχιακοί εργαζόμενοι, προσωρινή εργασία) που κυριαρχούν και δυναμιτίζουν την πραγματική οικονομία.
Ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις και ανάγκη νέων δεξιοτήτων: H κυριαρχία και εξάπλωση της τεχνητής νοημοσύνης (ΑΙ) μετασχηματίζει το εργασιακό τοπίο και δημιουργεί νέα προαπαιτούμενα για εκατοντάδες κλάδους εργασίας. Οι προκλήσεις αυτής της κοσμοϊστορικής αλλαγής είναι υπαρκτές και στην Ελλάδα, όπως και σε όλο τον κόσμο.
Όσον αφορά τις αλλαγές στην εργασιακή κουλτούρα, είναι γεγονός πως πολλές μεγάλες εταιρείες και οργανισμοί κάνουν βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση με επιμορφώσεις, πιστοποιήσεις και σεμινάρια (π.χ. η συμμόρφωση με δείκτες ESG- Περιβαλλοντική, Κοινωνική και Εταιρική Διακυβέρνηση/Environmental, Social and Governance είναι πλέον στην ατζέντα μεγάλων επιχειρήσεων και ιδιωτικών ή δημόσιων οργανισμών).
Τα προβλήματα στην ελληνική αγορά εργασίας είναι πολυδιάστατα και απαιτούν τη λήψη ουσιαστικών αναπτυξιακών μέτρων για τη δημιουργία νέων και αξιόλογων θέσεων εργασίας που θα συμπαρασύρουν τους μισθούς και θα ανοίξουν τον δρόμο για την πολυπόθητη ανάπτυξη. Είναι γεγονός πως παρά τη μείωση στα ποσοστά ανεργίας που εξαγγέλονται κατά καιρούς, η ανεργία στην Ελλάδα παραμένει από τις υψηλότερες στην Ευρώπη και η χώρα δυσκολεύεται ακόμα να βρει τον βηματισμό της ώστε να “προλάβει” άλλες χώρες που έχουν επενδύσει σημαντικά στον τομέα της εργασίας με θετικό αντίκτυπο στην κοινωνική τους ανάπτυξη και ευημερία.
Είναι χαρακτηριστικό πως δημοσίευμα της Le Μonde για τις οικονομίες στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, αναφέρει πως η Ελλάδα, γνώρισε μεγαλύτερη κρίση ακόμα και από τις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης του 1929 και δεν έχει ανακάμψει πραγματικά από το σοκ καθώς η οικονομία της παραμένει 17% κάτω από την κορύφωση του 2007.