ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ
Στις 21/09/2017 το υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης (ΨΗΠΤΕ) και η Γενική Γραμματεία Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΓΓΤΤ) προκήρυξαν διαγωνισμό για το χάρτη των συχνοτήτων της επίγειας ψηφιακής ραδιοφωνικής ευρυεκπομπής (ψηφιακό ραδιόφωνο), την επιλογή των Κέντρων Εκπομπής και τα τεχνικά χαρακτηριστικά τους. Σύμφωνα με την ΓΓΤΤ, οι τεχνολογίες του ψηφιακού ραδιοφώνου Digital Audio Broadcasting (DAB και DAB+) αναμένεται να αλλάξουν την έννοια του σημερινού αναλογικού ραδιοφώνου καθώς θα το μετατρέψουν σε ψηφιακό ραδιόφωνο, δηλαδή σε φορέα διανομής πολυμεσικών υπηρεσιών (εικόνα, ήχος, slideshow, mobile TV κ.α.) μέσω των δικτύων ευρυεκπομπής.
Αποτέλεσμα της εξέλιξης αυτής, σύμφωνα με την ΓΓΤΤ, θα είναι η ακρόαση υψηλής ποιότητας ήχου, η δυνατότητα επιλογής πολλαπλάσιων ραδιοφωνικών προγραμμάτων, καθώς και η ευκολία συντονισμού και λήψης χωρίς παρεμβολές για τον ακροατή. Επιπλέον, θα παρέχεται η δυνατότητα μετάδοσης κειμένου και γραφικών στην οθόνη του ραδιοφωνικού δέκτη. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, σήμερα, πάνω από 475 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο μπορούν να χρησιμοποιήσουν περισσότερες από 800 διαφορετικές υπηρεσίες DAB.
Ωστόσο, οι τεχνολογικές εξελίξεις διεθνώς στον χώρο της ψηφιακής αναμετάδοσης ραδιοφωνικών υπηρεσιών έφεραν στο προσκήνιο νέες τεχνολογικές δυνατότητες γεννώντας προβληματισμούς ως προς την επιλογή εκείνη που διασφαλίζει και προάγει τόσο το συμφέρον των επαγγελματιών του κλάδου όσο και το δημόσιο συμφέρον. Το ψηφιακό πρότυπο DAB, το οποίο προκρίνουν το υπουργείο ΨΗΠΤΕ και η ΓΓΤΤ, ξεκίνησε ως ένα ευρωπαϊκό ερευνητικό πρόγραμμα στη δεκαετία του 1980. Η νορβηγική Broadcasting Corporation (NRK) ξεκίνησε το πρώτο κανάλι DAB στον κόσμο την 1η Ιουνίου 1995 (NRK Klassisk). Δέκτες DAB είναι διαθέσιμοι σε πολλές χώρες από τα τέλη της δεκαετίας του 1990.
Στην αρχή της δεκαετίας του 2000, αναπτύχθηκε το ψηφιακό πρότυπο επίγειας ραδιοφωνικής εκπομπής Digital Radio Mondiale (DRM), το οποίο σχεδιάστηκε ειδικά ως ένα υψηλής ποιότητας ψηφιακό μέσο αντικατάστασης των τρεχουσών αναλογικών εκπομπών σε όλες τις ζώνες συχνοτήτων. Το DRM έχοντας λάβει τις συστάσεις της Διεθνούς Ένωσης Τηλεπικοινωνιών (ITU) για την παγκόσμια ανάπτυξη, επωφελείται επίσης από το να είναι ένα ανοικτό πρότυπο. Όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν να έχουν ελεύθερη πρόσβαση στα πλήρη τεχνικά χαρακτηριστικά του και είναι σε θέση να σχεδιάσουν και να κατασκευάσουν τον εξοπλισμό τους σε ισότιμη βάση.
Η σύγκριση των δύο ψηφιακών προτύπων οδηγεί σε ορισμένα γενικά συμπεράσματα, στα οποία συνηγορούν η διεθνής εμπειρία και πρακτική σε χώρες που το ψηφιακό ραδιόφωνο αποτελεί εδώ και χρόνια πραγματικότητα:
Το DRM-FM εξοικονομεί έως και το 90% της ενέργειας που θα απαιτείτο για ίδιας εμβέλειας αναλογική εκπομπή. Το κόστος ενέργειας, μέσω του λογαριασμού της ΔΕΗ, αποτελεί σημαντική επιβάρυνση για κάθε επιχείρηση, ιδιαίτερα στην περίπτωση πανελλαδικής κάλυψης. Το DAB εξοικονομεί έως και το 60% της ενέργειας σε σχέση με την αναλογική εκπομπή, και επειδή έχει κατά κανόνα μικρότερη εμβέλεια, απαιτεί αναμεταδότες ή περισσότερους πομπούς, που όχι μόνο εκμηδενίζουν την εξοικονόμηση ενέργειας, αλλά με δεδομένο το ανάγλυφο της χώρας μπορεί να απαιτούν περισσότερη ενέργεια από την αναλογική εκπομπή.
Το DRM-FM παραμένει στις ίδιες συχνότητες Fm. Πολλοί από τους υπάρχοντες πομπούς θα χρειαστούν απλώς αναβάθμιση, και μόνο τα πολύ παλαιά και κακής ποιότητας συστήματα θα χρειαστούν αντικατάσταση. Τα υπάρχοντα κεραιοσυστήματα αναλογικής εκπομπής είναι τα ίδια με της ψηφιακής, και σχεδόν στο σύνολό τους θα παραμείνουν ως έχουν. Το DAB απαιτεί νέους πομπούς, νέα κεραιοσυστήματα, νέα κέντρα εκπομπής, ορισμένες φορές, μάλιστα, πολλαπλά κέντρα εκπομπής, με αποτέλεσμα πολύ μεγαλύτερο κόστος. Συνεπώς υποχρεώνει την ραδιοφωνική επιχείρηση σε άμεση κατασκευή παράλληλου δικτύου και ενοικίαση υπηρεσιών παρόχου πολλαπλασιάζοντας το λειτουργικό κόστος εκπομπής.
Το DRM-FM δεν υποχρεώνει την επιχείρηση σε επείγουσα νέα επένδυση ταυτόχρονα με το κόστος αδειοδότησης για το περιεχόμενο. Παράλληλα επιτρέπει την σταδιακή αντικατάσταση των συστημάτων εκπομπής και λήψης, χωρίς αυτό να έχει δυσμενή αντίκτυπο στο πλήθος των ακροατών, και κατά συνέπεια στην διαφήμιση. Το DAB υποχρεώνει την επιχείρηση σε άμεση κατασκευή παράλληλου δικτύου, ενώ η λήψη θα απαιτεί δύο ραδιόφωνα, ένα για το αναλογικό FM και ένα για DAB. Ο ακροατής θα πρέπει να έχει δυο ραδιοφωνικούς δέκτες για ένα πρόγραμμα, ενώ ο επιχειρηματίας θα έχει επιπλέον κόστος εκπομπής για το ίδιο ή μικρότερο ακροατήριο.
Κατόπιν των ανωτέρω ερωτάται ο αρμόδιος υπουργός:
-Με βάση ποιο σκεπτικό επελέγη για τη μετάβαση στο ψηφιακό ραδιόφωνο το ψηφιακό πρότυπο DAB, το οποίο συνεπάγεται πολλαπλάσιο κόστος σε εξαγωγή κεφαλαίων, σε σχέση με το ψηφιακό πρότυπο DRM-FM;
-Βάσει ποιας μελέτης προκρίθηκε το ψηφιακό πρότυπο DAB, το οποίο αυξάνει το ενεργειακό κόστος εκπομπής και λειτουργίας του ψηφιακού ραδιοφώνου σε σχέση με το πρότυπο DRM-FM;
-Ποιες παραχωρήσεις γης θα απαιτηθούν για τη δημιουργία νέων κέντρων εκπομπής ανά την επικράτεια, ποιο το εκτιμώμενο κόστος και ποιες οι πηγές χρηματοδότησης;
-Έχετε προϋπολογίσει ποια θα είναι η οικονομική επιβάρυνση των ραδιοφωνικών επιχειρήσεων από τις υποδομές που απαιτούνται για τη μετάβαση στην ψηφιακή τεχνολογία DAB και ποια η οικονομική επιβάρυνση των ακροατών για την προμήθεια του σχετικού εξοπλισμού;
Ο ερωτών βουλευτής
Θεοχάρης (Χάρης) Θεοχάρης