Σκληραίνουν οι δικαστικές αποφάσεις απέναντι στην «πειρατεία» των συνδρομητικών ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών καθώς οι εν λόγω υπηρεσίες προστατεύονται τόσο από την ελληνική όσο και από την ευρωπαϊκή νομοθεσία επισύροντας βαρύτατες ποινικές κυρώσεις για τους κατηγορουμένους.
Οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται στο χώρο της συνδρομητικής τηλεόρασης, προασπίζοντας τα κατοχυρωμένα δικαιώματά τους, προσφεύγουν στην ελληνική δικαιοσύνη, έναντι όσων προβαίνουν σε παράνομες δραστηριότητες (πειρατεία, διακίνηση ή/και ιδιωτική χρήση παρανόμου εξοπλισμού αποκωδικοποίησης, υποκλοπή σήματος κ.λπ.). Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις οι επιτήδειοι «πειρατές» έχουν διωχθεί μέχρι και για πράξεις που συνδέονται με τον χαρακτήρα της «εγκληματικής οργάνωσης». Σε αυτή τη διαρκή και δίκαιη προσπάθεια υπήρξε σημαντική η επαγρύπνηση, η άρτια τεχνογνωσία και η άμεση κινητοποίηση της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος.
Η ελληνική δικαιοσύνη, αξιολογώντας κατά περίπτωση τα αποδεικτικά στοιχεία, καταδικάζει τους κατηγορουμένους για τέτοιου είδους αδικήματα, επιβάλλοντας όλο και βαρύτερες ποινές, που έχουν φτάσει μέχρι και τα έξι χρόνια φυλάκισης με χρηματική ποινή που έχει αγγίξει το ύψος των είκοσι χιλιάδων ευρώ (20.000,00€), ενώ σε πολλές περιπτώσεις, η ποινή συνοδεύεται και με αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων των κατηγορουμένων. Το νομοθετικό πλαίσιο προστατεύει το πνευματικό, το συγγενικό καθώς και το ηθικό δικαίωμα των δημιουργών και των εταιρειών παραγωγής οπτικοακουστικών έργων όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη, με πρόστιμα που έχουν φτάσει το ύψος των 289.000 ευρώ για περιπτώσεις αποκωδικοποιητών, που δίνουν τη δυνατότητα παράνομης προβολής περιεχομένου συνδρομητικών τηλεοπτικών υπηρεσιών.
Επισημαίνεται ότι το φαινόμενο της «πειρατείας» δεν πλήττει μόνο τα έσοδα των εταιρειών συνδρομητικών ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών αλλά στερεί σημαντικά έσοδα από το ελληνικό δημόσιο, λόγω της μή απόδοσης του Φ.Π.Α (24%) και του τέλους συνδρομητικής τηλεόρασης (10%), αλλά και λόγω της μη απόδοσης ετησίου οικονομικού ανταλλάγματος, που προκύπτει από τα ακαθάριστα ετήσια έσοδα των εταιρειών.