ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ
Η κυβέρνηση στην πρόσφατη παρουσίαση του σχεδίου Νόμου για τη διευθέτηση του εργάσιμου χρόνου ισχυρίζεται ότι θέλει να διασφαλίσει την «ελευθερία του εργαζόμενου» να δουλεύει όσο και όποτε θέλει. Στην πραγματικότητα όμως η μόνη «ελευθερία» που αποδέχεται η κυβέρνηση είναι αυτή του εργοδότη, να ορίζει τη δουλειά του εργαζόμενου, όπως ορίζει τη δουλειά μιας μηχανής, με ένα νομοσχέδιο που επιδιώκει να κατεδαφίσει όσα κατακτήθηκαν τα τελευταία 100 και πάνω χρόνια, σε οκτώ βήματα.
Με το νόμο καθιερώνεται 10ωρη δουλειά, που θα επιβάλλεται από τους εργοδότες με ατομικές συμβάσεις εργασίας για ένα εξάμηνο. Οι δύο επιπλέον ώρες εργασίας θα είναι χωρίς αμοιβή, με την κυβέρνηση να παραπέμπει τον εργαζόμενο σε αναπλήρωσή τους με μειωμένο ωράριο ή άδεια όποτε συμφέρει την επιχείρηση, (διευθέτηση του εργάσιμου χρόνου η οποία προϋπήρχε με τη σύμφωνη γνώμη των σωματείων αλλά τώρα θα εφαρμόζεται με ατομική συμφωνία εργοδότη-εργαζόμενου, δηλαδή γίνονται ακόμη χειρότεροι οι όροι επιβολής της), το οποίο μπορεί και να μην τηρείται. Αυτό δείχνει η εμπειρία από την εφαρμογή του σε άλλες χώρες της ΕΕ.
Το νομοσχέδιο μάλιστα δεν κάνει διάκριση εφαρμογής του μέτρου για συμβάσεις ορισμένου ή αορίστου χρόνου.Επιπλέον προβλέπεται ότι οι μερικώς απασχολούμενοι όχι μόνο πρέπει να παρέχουν πρόσθετη απασχόληση αν τους ζητηθεί από την επιχείρηση, αλλά αυτό μπορεί να γίνει όχι συνεχόμενα στη βάρδιά τους, αλλά αφού μεσολαβήσει κενό. Αυτό σημαίνει ότι ενώ κάποιος προσλαμβάνεται για 4ωρο, στο τέλος της μέρας με τα διακεκομμένα ωράρια μπορεί να υποχρεώνεται να είναι πολλαπλάσιες ώρες στη δουλειά. Και σ’αυτό υπάρχει εμπειρία από την εφαρμογή του στη χώρα μας. Με λίγα λόγια αύξηση της απλήρωτης δουλειάς. Ολα αυτά αυξάνουν στο έπακρο την εκμετάλλευση σε συνδυασμό και με την εντατικοποίηση της δουλειάς.
Επιπλέον αυξάνεται το όριο υπερωριακής απασχόλησης στις 150 ώρες τις οποίες μονομερώς θα μπορούν να επιβάλλουν οι επιχειρήσεις, ενώ επικαλούμενες «επείγουσας φύσης εργασία», ακόμα κι αυτό το όριο των 150 ωρών μπορεί να ξεπερνιέται. Μέχρι τις 150 ώρες ο εργαζόμενος θα αμείβεται με προσαύξηση μόλις 40%, ενώ με το ισχύον καθεστώς για πάνω από τις 120 ώρες η προσαύξηση είναι 60%. Δηλαδή δουλειά μέχρι τελικής πτώσης, αφού είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο οτι οι επιμήκυνση του εργάσιμου χρόνου και η εντατικοποίηση της εργασίας υποσκάπτουν την υγεία και προκαλούν κίνδυνο για τη ζωή των εργαζόμενων.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ που δεν κατάργησε το νόμο για τη διευθέτηση του εργάσιμου χρόνου συνεχίζοντας την αύξηση της εκμετάλλευσης, επέβαλε επίσης με νόμο τη δουλειά 32 Κυριακές τον χρόνο για τους εργαζόμενους στο εμπόριο. Σήμερα η κυβέρνηση της ΝΔ επιβάλλει την πλήρη κατάργηση της κυριακάτικης αργίας.
Με το συγκεκριμένο νομοθετικό πλαίσιο μονιμοποιείται και επεκτείνειται στο έπακρο η τηλεργασία ως νέα μορφή «ευελιξίας», σε όφελος της εργοδοσίας καθώς αυξάνει την εντατικοποίηση της εργασίας, κάνοντας ασαφή τα όρια μεταξύ εργάσιμου και μη εργάσιμου χρόνου.
Για τους εργαζόμενους στα ΜΜΕ, ιδιαίτερα των ραδιοτηλεοπτικών ομίλων, όλες παραπάνω μορφές εργασιακών σχέσεων μπορούν να εφαρμοστούν, αν και ουσιαστικά ήδη εφαρμόζονται ιδιαίτερα με αφορμή την πανδημία, ενώ οι αρνητικές επιπτώσεις μεγεθύνονται από τις προβλέψεις του Νόμου Λιβάνιου που κατοχύρωσε υπέρ των εργοδοτών την μείωση του προσωπικού και την παραπέρα ελαστικοποίηση των σχέσεων εργασίας. Αλλά και με την επιβολή δουλειάς σε όλα τα Μέσα ενός ομίλου με ένα μισθό, που σημαίνει περισσότερες ώρες ενταικοποιημένης δουλειάς.
Για να λειτουργήσει απρόσκοπτα για τους εργοδότες ο εργασιακός μεσαίωνας η κυβέρνηση μέσα από το συγκεκριμένο νομοσχέδιο παίρνει και επιπλέον μέτρα.
Αφαιρεί και το τελευταίο φύλλο συκής από το εδώ και πολλά χρόνια ξεδοντιασμένο ΣΕΠΕ, μετατρέποντας το σε «ανεξάρτητη αρχή» που θα αναλάβει τον «έλεγχο» στη «ζούγκλα» της αγοράς εργασίας. Στόχος κυβέρνησης και εργοδοσίας να μην υπάρχει καμιά υποχρέωση και ευθύνη για την παραβίαση έστω και αυτής της κουτσουρεμένης για τα όποια εργασιακά δικαιώματα έχουν απομείνει νομοθεσίας. Αλλά και χωρίς υποχρέωση του υπουργείου Εργασίας για τη στελέχωση της Υπηρεσίας, να μην είναι υπόλογη καμία κυβέρνηση για τις ελλείψεις ή τα πεπραγμένα της, με λίγα λόγια να αφαιρεθεί και η τελευταία πιθανότητα των εργαζόμενων να διεκδικήσουν έστω και με νομικά μέσα το δίκιο τους.
Υποκριτική είναι και η διάταξη περί «προστασίας από απολύσεις». Στην πράξη οι εργαζόμενοι όχι μόνο δεν προστατεύονται, αλλά ακόμα και στην περίπτωση που δικαιωθούν από τα δικαστήρια δίνεται στον εργοδότη η δυνατότητα, έναντι κάποιου αντιτίμου, να μην ξαναπροσλάβει τον απολυμένο. Πρόκειται για ένα ακόμα «σήμα» προς την εργοδοσία ότι έχει πλήρη ασυλία να κάνει ό,τι νομίζει με τους εργαζόμενους, αφού εκτός από το ότι θα μπορεί να τους βάζει να δουλεύουν όσο και όπως θέλει, θα τους ξεφορτώνεται και όποτε θέλει. Το ίδιο ισχύει και για όσους συνδικαλιστές πάνε κόντρα σε εργοδότες και κυβερνήσεις, αφού με την κατάργηση της Επιτροπής Προστασίας Συνδικαλιστικών Στελεχών που έκρινε μέχρι τώρα τη νομιμότητα της απόλυσης συνδικαλιστών με τη συμμετοχή και δικαστικών, διευκολύνονται τα αφεντικά να ξεφορτώνονται πιο εύκολα όποιον διεκδικεί.
Το νομοσχέδιο πλήττει καίρια το συνταγματικά κατοχυρωμένο απεργιακό δικαίωμα, εισάγοντας την έννοια της «Ελάχιστης εγγυημένης υπηρεσίας σε κλάδους κοινής ωφέλειας κατά τη διάρκεια της απεργίας», ίσο με τουλάχιστον το ένα τρίτο της συνήθως παρεχόμενης υπηρεσίας πέραν του συνηθισμένου προσωπικού ασφαλείας, πρακτικά δηλαδή εργάζονται σχεδόν όλοι οι εργαζόμενοι στη βάρδια. Αυτό θα επιβάλλεται και στα ΜΜΕ στο όνομα να υπάρχει τάχα ενημέρωση.
Επιπλέον επιβάλλεται στα σωματεία η εφαρμογή ηλεκτρονικής ψηφοφορίας, η οποία συνδυάζεται με την προηγούμενη διάταξη του ΣΥΡΙΖΑ περί υποχρεωτικής συμμετοχής στη Γενική Συνέλευση που αποφασίζει απεργία τουλάχιστον του 50% των οικονομικά ενεργών μελών του πρωτοβάθμιου σωματείου. Το σκηνικό απεργοσπασίας συμπληρώνεται με τη διάταξη που απαγορεύει την περιφρούρηση της απεργίας καθώς κάτι τέτοιο συνιστά «παράβαση που θα οδηγεί με δικαστική απόφαση στη διακοπή της απεργίας». Επιπλέον, η δράση των συνδικάτων μπαίνει ακόμα περισσότερο υπό τον ασφυκτικό έλεγχο του κράτους, μέσα από το φακέλωμα αφού τα μητρώα των σωματείων με όλα τα στοιχεία και τα προσωπικά δεδομένα των μελών τους δίνονται στο υπουργείο δηλαδή στο κράτος. Ενώ η ηλεκτρονική ψηφοφορία επιβάλλεται και στην περίπτωση της εκλογής των συνδικαλιστικών οργάνων, σε μια ακόμα προσπάθεια να αποκτήσει η εργοδοσία καλύτερη «εικόνα» για το συνδικαλιστικό προφίλ των εργαζομένων, αλλά κυρίως για να ανοίξει δρόμο ανελεύθερων αρχαιρεσιών, επιβολής της επιλογής συνδικαλιστών αρεστών στην εργοδοσία και το κράτος και να ενισχύεται η νοθεία.
Συναδέλφισσες, συνάδελφοι
Είναι φανερό ότι όλα τα παραπάνω αποτελούν στην πραγματικότητα ταφόπλακα για τη ζωή των εργαζόμενων, αφού καμμιά πλευρά του εργασιακού μας βίου, δεν γλιτώνει από το τσάκισμα κατακτήσεων που έδιναν μια ανάσα στον εργαζόμενο από το σφίξιμο της εργοδοτικής θηλειάς. Αντίθετα δεν έμεινε έξω από το σχέδιο νόμου καμμιά απαίτηση των εργοδοτών, για την πιό αχαλίνωτη εκμετάλλευση του κόσμου της δουλιάς.
Αυτό το έκτρωμα βαφτίζουν πρόοδο και εκσυγχρονισμό.
Δεν είναι η πρώτη φορά και δεν θα είναι και η τελευταία προσπάθεια αφεντικών και κυβερνήσεων να μας γυρίσουν έναν αιώνα πίσω.
Ηδη από τη δεκαετία του 90, ιδιαίτερα την τελευταία δεκαετία της καπιταλιστικής κρίσης με τις στρατηγικές κατευθύνσεις της ΕΕ, όλες οι κυβερνήσεις, με απαίτηση των επιχειρηματικών ομίλων εγχώριων και πολυεθνικών, επιχειρούν να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, να διευκολύνουν τη συγκέντρωση σε όλο και λιγότερα χέρια, του τεράστιου πλούτου που παράγουν οι πολλοί.
Σήμερα η κυβέρνηση της ΝΔ έχει αναλάβει με τη σειρά της την εργολαβία να επιτύχει το ξεπέρασμα της τελευταίας καπιταλιστικής κρίσης σε όφελος των αφεντικών, άρα σε βάρος των εργαζομένων. Με κεφάλαια από το Ταμείο Ανάκαμψης θα χρηματοδοτηθεί μεταξύ των άλλων η συγκέντρωση του κεφαλαίου στον κλάδο της οπτικοακουστικής βιομηχανίας, με άξονα υπάρχοντες επιχειρηματικούς ομίλους στα ΜΜΕ. Αυτό προαπαιτεί την εφαρμογή όλων των αντεργατικών αναδιαρθρώσεων του κυβερνητικού νομοσχεδίου. Τις δόσεις για την αποπληρωμή των δανεικών του Ταμείου πρέπει να πληρώσουν οι εργαζόμενοι και στα ΜΜΕ. Με απλήρωτη δουλειά και εργασία λάστιχο, με τρομοκρατία και καταστολή, με μειώσεις μισθών και δικαιωμάτων, όλα εργαλεία βγαλμένα από τον εργασιακό μεσαίωνα.
Σε στρατηγική συμφωνία βρίσκονται και τα κόμματα που κυβέρνησαν ως σήμερα (ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ) και έχουν βάλει το χέρι τους στις ανατροπές του σταθερού εργάσιμου χρόνου, τις δεκάδες ελαστικές μορφές δουλειάς, τα ΣΔΙΤ και τα δουλεμπορικά γραφεία, την ανασφάλιστη και απλήρωτη δουλειά, τα εργατικά ατυχήματα, τα δεκάδες θύματα της πανδημίας από έλλειψη μέτρων υγιεινής και ασφάλειας στους χώρους δουλειάς, τις στρατιές ανέργων και μισοαπασχολούμενων ιδιαίτερα των νέων σε ηλικία που δεν γνώρισαν ποτέ τι σημαίνει δουλειά με δικαιώματα. Ολοι οι εργαζόμενοι στα ΜΜΕ έχουμε και μνήμη και κρίση.
Σήμερα οι δυνατότητες της τεχνολογικής προόδου και της επιστήμης δημιουργούν όλες οι προϋποθέσεις να δουλεύει ο εργαζόμενος σε ανθρώπινες και αξιοπρεπείς συνθήκες λόγω τεράστιας παραγωγικότητας της εργασίας, με λιγότερο χρόνο δουλειάς, να ζει από το μισθό του ικανοποιώντας όλες τις σύγχρονες ανάγκες και απαιτήσεις της ζωής. Εμπόδιο σε αυτήν την προοπτική είναι ότι ο τεράστιος πλούτος που παράγουν οι εργαζόμενοι, ιδιοποιείται από τα αφεντικά.
Χρέος για τη ζωή και το μέλλον μας, είναι όχι μόνο να υπερασπιστούμε το 8ωρο και τις άλλες κατακτήσεις αλλά να αναδείξουμε την ανάγκη και τη δυνατότητα για μείωση του εργάσιμου χρόνου. Από τώρα να παλέψουμε να μην κατατεθεί στη βουλή αυτό το νομοσχέδιο έκτρωμα, να καταργηθούν όλοι οι αντεργατικοί νόμοι για τη διευθέτηση του εργάσιμου χρόνου, για την κατάργηση των ΣΣΕ, για την περιστολή των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, για την παρεμπόδιση της απεργίας και των διαδηλώσεων. Να έχουμε Κλαδικές Συλλογικές Συμβάσεις με μόνο κριτήριο την κάλυψη των σύγχρονων αναγκών της εργατικής οικογένειας.
Σήμερα περισσότερο από ποτέ πρέπει συλλογικά να υπερασπιστούμε το δικαίωμα στην απεργία όχι με διακηρύξεις και εξώδικα αλλά με οργάνωση, δράση και περιφρούρηση σε κάθε τόπο δουλειάς, με ζωντανές, μαζικές συλλογικές διαδικασίες τις οποίες πρέπει να επιβάλουν οι εργαζόμενοι σε όλες τις Ενώσεις, κόντρα στις δυνάμεις που συνδιαλέγονται με τα αφεντικά και τις κυβερνήσεις.
Ιδιαίτερα εμείς οι εργαζόμενοι στα ΜΜΕ, έχουμε πολλές φορές πατήσει την πεπονόφλουδα της καλλιεργημένης αυταπάτης των εξαιρέσεων. Πιό χαρακτηριστική και κοντινή χρονικά η περίπτωση του Νόμου λαιμητόμου για την ασφάλιση, με τα γνωστά αποτελέσματα των μειώσεων σε συντάξεις και παροχές, για τους εργαζόμενους, άνεργους και συνταξιούχους του κλάδου.
Πρόταση των εκλεγμένων στα Δ.Σ. των Ενώσεων των ΜΜΕ, που συσπειρώνονται στο ΠΑΜΕ Τύπου και ΜΜΕ, είναι η συμμετοχή των εργαζόμενων του κλάδου στην Πανεργατική Πανελλαδική απεργία της Πέμπτης 3 Ιούνη.
Δεν παζαρεύουμε, απαιτούμε να μην κατατεθεί το αντεργατικό έκτρωμα! Να καταργηθούν όλοι οι μνημονιακοί νόμοι και ΠΝΠ για τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας και των ελαστικών εργασιακών σχέσεων!