Το καθεστώς «νόμιμης ανομίας» στη ραδιοτηλεόραση είναι εδώ. Η απόφαση του ΣτΕ που έκρινε αντισυνταγματική τη μεταβίβαση της αρμοδιότητας για τη χορήγηση των αδειών από το ΕΣΡ στη ΓΓΕΕ επανέφερε την προηγούμενη κατάσταση, με τους σταθμούς να εκπέμπουν χωρίς κανένα νομιμοποιητικό έγγραφο. Το «Π» παρουσιάζει εν συντομία τον νομικό λαβύρινθο που έχει διαμορφωθεί στα ΜΜΕ, εν αναμονή της δημοσίευσης της απόφασης της Ολομέλειας του ΣτΕ για τον νόμο 4339/2015, και θέτει το ερώτημα: Πώς μπορεί το κράτος να ρίχνει μαύρο στην κρατική τηλεόραση, με συνέπεια ο δημόσιος φορέας να γίνεται έρμαιο της κάθε κυβέρνησης, χωρίς την προστασία της Ανεξάρτητης Ραδιοτηλεοπτικής Αρχής, αλλά να μην έχει τη δυνατότητα να χορηγεί άδεια στους ιδιωτικούς σταθμούς και να ρυθμίζει το τοπίο της «νόμιμης ανομίας»;
3839/1997 (Ολομέλεια): Πρόκειται για την απόφαση που έκρινε παράνομη τη λειτουργία της ιδιωτικής τηλεόρασης από το 1989 και μετά, την οποία κλήθηκε να θεραπεύσει ο νόμος 2328/1995 του Ευ. Βενιζέλου. Με την 3839/1997 απόφασή της η Ολομέλεια του ΣτΕ έκρινε πως η «εν τοις πράγμασι ίδρυση και λειτουργία τηλεοπτικού σταθμού χωρίς άδεια δεν αποτελεί νόμιμο λόγο χορηγήσεως άδειας κατά τον ν. 1866/1989, έστω κι αν η Διοίκηση, με την πρακτική που είχε τηρήσει, είχε ανεχθεί ή και υποβοηθήσει τη λειτουργία χωρίς άδεια του συγκεκριμένου, καθώς και άλλων τηλεοπτικών σταθμών».
3578/2010 (Ολομέλεια): Είναι η απόφαση που έκρινε αντισυνταγματικό το καθεστώς των παρατάσεων λειτουργίας των σταθμών χωρίς την έκδοση προκήρυξης από την Πολιτεία. Η τελευταία παράταση που χορηγήθηκε έληξε στις 31/12/2015 και έκτοτε οι σταθμοί εκπέμπουν χωρίς ούτε αυτό το «φύλλο συκής». Είναι το καθεστώς στο οποίο βρισκόμαστε τώρα. Οι δικαστές έκριναν πως «η υπό τις εκτεθείσες συνθήκες επ’ αόριστον ανοχή της λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών, οι οποίοι ιδρύθηκαν και λειτούργησαν παρανόμως, αντίκειται προς το Σύνταγμα» ως προς την «υποχρέωση του κράτους να εγγυάται υπέρ των πολιτών την πιστή εφαρμογή του νόμου και να προασπίζει τα δημόσια αγαθά» και ως «προς τη συνταγματική αρχή της ισότητας».
2597/2015: Το Β’ Τμήμα του ΣτΕ έκρινε επιβεβλημένη την καταβολή οικονομικού ανταλλάγματος, καθώς <Β> το φάσμα των ραδιοσυχνοτήτων <Δ> συνιστά «σπάνιο πόρο, η διαχείριση του οποίου συνιστά κυριαρχικό δικαίωμα του κράτους». Αποτελεί «δημόσιο αγαθό, εφόσον η χορήγηση άδειας χρήσεως δίνει στον κάτοχο αυτής τη <Β> δυνατότητα να αποκομίσει σημαντικά οικονομικά οφέλη <Δ> και του παρέχει πλεονεκτήματα έναντι άλλων επιχειρηματιών που θα ήθελαν, επίσης, να εκμεταλλεύονται τον πόρο αυτό», έτσι ώστε να δικαιολογείται η επιβολή του τέλους (2% επί των ακαθάριστων εσόδων).
1901/2014 (Ολομέλεια): Είναι η επίμαχη απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ επί του λουκέτου της ΕΡΤ, το οποίο έκρινε συνταγματικό. Στην απόφαση το θεσπισμένο ανταποδοτικό τέλος στην ΕΕ (258,8 εκατομμύρια ευρώ το 2012) δεν θεωρείται σταθερό έσοδο, σε αντίθεση με τη διαφήμιση! Οι δικαστές έκριναν πως «η ΕΡΤ δεν μπορεί να θεωρηθεί κερδοφόρος επιχείρηση» και πως η εταιρεία «εν δυνάμει θα μπορούσε να επιβαρύνει οποιαδήποτε στιγμή τον κρατικό προϋπολογισμό», κάτι που φυσικά δεν συνέβαινε. Για τον ρόλο του ΕΣΡ ως αποκλειστικού φορέα χορήγησης των αδειών το ΣτΕ έκρινε ως εξής: «Ο έλεγχος αυτός (σ.σ.: της ραδιοτηλεόρασης) περιλαμβάνει τόσο τη χορήγηση αδείας λειτουργίας όσο και τη μέριμνα ώστε κατά τη λειτουργία τους να εξυπηρετούνται συγκεκριμένοι σκοποί δημοσίου ενδιαφέροντος». Και κατέληγε: «Η χορήγηση των αδειών, ο έλεγχος της εξυπηρέτησης των ανωτέρω σκοπών δημοσίου συμφέροντος και η επιβολή κυρώσεων ανατίθενται σε ανεξάρτητη αρχή, το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης».
Κρίσιμο είναι και το ζήτημα της νόμιμης συγκρότησης του ΕΣΡ και των παρατάσεων που δόθηκαν. Επί της θητείας των μελών του ΕΣΡ το ΣτΕ αποδέχθηκε στην πράξη τη λειτουργία της Αρχής από το 2002 έως το 2015, επί 13 συναπτά έτη, έχοντας από τον νόμο υποχρεωτική οκταετή θητεία και με ανανέωση «εύλογου διαστήματος». Αυτό το «εύλογο διάστημα» έφτασε από το ΣτΕ να θεωρείται τα δύο έτη! Η υπόθεση των παρατάσεων έχει εισαχθεί στην Ολομέλεια με τις υπ. αρ. καταθέσεων 2483 και 2885/2014 υποθέσεις προς συζήτηση. Μέχρι στιγμής δεν έχει γίνει γνωστό αν έχουν εκδικαστεί. Πάντως, υποθέσεις που σχετίζονται με αυτό το ζήτημα έχουν οριστεί για συζήτηση τον Δεκέμβριο.