ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ
«Η δημόσια τηλεόραση δεν είναι μηχανισμός ούτε μικροκομματικής προπαγάνδας, ούτε εξαγοράς ψήφων. Η εκμετάλλευση των χρημάτων της Ε.Ρ.Τ., δηλαδή των φορολογουμένων, για κομματικό όφελος, βρίσκει αντίθετη τη νέα Κυβέρνηση.
Για αυτό, σε συνέχεια της Γενικής Συνέλευσης της 28ης Ιουλίου 2019 των μετόχων της Ε.Ρ.Τ. Α.Ε. τόσο το προηγούμενο όσο και το νέο Διοικητικό Συμβούλιο επαναδιαπραγματεύτηκαν με τις ομάδες της Superleague 1 & 2 χαμηλότερο τίμημα “με στόχο τη διαμόρφωση του καλύτερου δυνατού προγράμματος για την Ε.Ρ.Τ. και τη μέγιστη δυνατή εξοικονόμηση των πόρων της, δηλαδή των χρημάτων των Ελλήνων φορολογουμένων”.
Στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων που ακολούθησαν, η Ε.Ρ.Τ. υπέβαλλε νέες μειωμένες προσφορές. Μετά την επιτυχημένη κατάληξη των διαπραγματεύσεων με τη Superleague 1, αυτή την εβδομάδα ολοκληρώθηκαν και οι διαπραγματεύσεις με τη Superleague 2. Η Ε.Ρ.Τ. θα καταβάλει σημαντικά χαμηλότερο τίμημα, κατά περίπου 45% σε σχέση με την προηγούμενη συμφωνία, για τα τηλεοπτικά δικαιώματα των 11 Π.Α.Ε. της Superleague 2.
Συνολικά, η Ε.Ρ.Τ. για την τηλεοπτική μετάδοση των ποδοσφαιρικών αγώνων της Superleague 1 και της Superleague 2 την αγωνιστική περίοδο 2019-2020, θα καταβάλει 17,7 εκατ. ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α. και του κόστους παραγωγής, αντί για 38,6 εκατ. ευρώ που προβλεπόταν αρχικά και 61 εκατ. ευρώ που υποσχέθηκε προεκλογικά η προηγούμενη Κυβέρνηση σε αυτές τις δύο κατηγορίες.
Έτσι εξοικονομήθηκαν για τους φορολογουμένους 20,9 εκατ. ευρώ έναντι του αρχικού συμβολαίου και 43,3 εκατ. ευρώ έναντι των προεκλογικών υποσχέσεων της προηγούμενης Κυβέρνησης, αποδεσμεύοντας ταυτόχρονα σημαντικούς πόρους για την Ε.Ρ.Τ. ώστε να διαμορφώσει το καλύτερο δυνατό πρόγραμμα.
Θα ήθελα να ευχαριστήσω την προηγούμενη και τη νέα διοίκηση της Ε.Ρ.Τ. Α.Ε., τις διοικήσεις των Superleague 1 και 2, καθώς και όλων των ομάδων, για την επιτυχή έκβαση της διαπραγμάτευσης των τηλεοπτικών δικαιωμάτων του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Η Κυβέρνηση αποδεικνύει στην πράξη ότι σέβεται τα χρήματα των φορολογουμένων, με γνώμονα την ανεξαρτησία και την αμεροληψία της δημόσιας τηλεόρασης, διασφαλίζοντας παράλληλα το κύρος του ποδοσφαιρικού τηλεοπτικού προϊόντος».