Πράσινο φως στην κυβέρνηση να προχωρήσει στην τηλεοπτική αδειοδότηση φαίνεται πως δίνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όπως προκύπτει από την απάντηση του κ. Oettinger εξ ονόματος της Επιτροπής στην ευρωβουλευτή Εύα Καϊλη. Όπρως προκύπτει από την απάντησή του, και σε αντίθεση με τα όσα επέλεξε να ανακοινώσει η ευρωβουλευτής, ο Επίτροπος απάντησε ότι “Η οδηγία για τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων δεν ρυθμίζει τα σχετικά με την αδειοδότηση περιεχομένου”. Σε ότι αφορά τη μεταφορά ορισμένων εξουσιών της ανεξάρτητης ρυθμιστικής αρχής στον Υπουργό Επικρατείας, ο Επίτροπος απάντησε πως “η τρέχουσα διατύπωση του άρθρου 30 της εν λόγω οδηγίας δεν προσφέρει νομική βάση για την ενίσχυση της ανεξαρτησίας των ρυθμιστικών αρχών”.
Ολόκληρη η ερώτηση της Εύας Καϊλη και η απάντηση του Ευρωπαίου Επιτρόπου
Θέμα: Νέα νομοθετική ρύθμιση περί ΜΜΕ στην Ελλάδα
Η νομοθετική ρύθμιση των τηλεοπτικών μέσων στην Ελλάδα, με τον πρόσφατα ψηφισθέντα νόμο 4339/29-10-2015, παραβιάζει το κοινοτικό κεκτημένο. Από τις αρμόδιες ανεξάρτητες αρχές ΕΣΡ και ΕΕΤΤ εκφράστηκε ρητή αντίθεση για αρκετούς λόγους: πρώτον, ότι αγνοήθηκε η ευρωπαϊκή πρακτική αδειοδότησης παρόχων περιεχομένου και εφαρμόζονται για αδειοδότηση παρόχων περιεχομένου οι πρακτικές διαγωνισμού φάσματος, το οποίο όμως είχε εκπλειστηριασθεί με διαγωνισμό προ δύο ετών· δεύτερον, ότι δεν εναρμονίζεται με την ευρωπαϊκή νομοθεσία· τρίτον, θέσπιση μητρώου εργαζομένων στα ΜΜΕ και αποδυνάμωση των ανεξάρτητων αρχών.
Ερωτάται η Επιτροπή:
Δεδομένου ότι το νομοσχέδιο ρυθμίζει μόνο την αδειοδότηση παρόχων περιεχομένου, επαναλαμβάνοντας διατάξεις που ρύθμιζαν την αναλογική τηλεόραση και ανάγονται στο 1995, συνάδει με τη συμφωνημένη ευρωπαϊκή πολιτική για τους παρόχους περιεχομένου και το κοινοτικό δίκαιο;
Η συγκέντρωση όλων των εξουσιών αυτών εν λευκώ στον Υπουργό Επικρατείας, που αποφασίζει μόνος για τον αριθμό των αδειών και την ελάχιστη τιμή προσφοράς, αντί της ανεξάρτητης αρχής του ΕΣΡ, είναι σύμφωνη με την αρχή του διαχωρισμού κυβέρνησης και κρατικών λειτουργιών και την αποπολιτικοποίηση του κράτους;
Ο ελάχιστος αριθμός εργαζομένων ανά σταθμό και το κλειστό μητρώο εργαζομένων, που θεσπίζονται με τη ρύθμιση, αποτελούν επιτρεπτή κρατική παρέμβαση στο επιχειρείν; Συνάδουν με το κοινοτικό κεκτημένο και τις αρχές του ελεύθερου ανταγωνισμού;
EL P-015021/2015 Απάντηση του κ. Oettinger εξ ονόματος της Επιτροπής (11.2.2016)
Η οδηγία για τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων δεν ρυθμίζει τα σχετικά με την αδειοδότηση περιεχομένου. Όπως υπογραμμίζεται στην αιτιολογική σκέψη 19, η οδηγία δεν θίγει τη σφαίρα ευθύνης των κρατών μελών και των οικείων αρχών ως προς την οργάνωση των συστημάτων αδειοδότησης.
Όσον αφορά την δημόσια ραδιοτηλεοπτική υπηρεσία, το πρωτόκολλο για το σύστημα δημόσιας ραδιοτηλεόρασης στα κράτη μέλη, το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης («πρωτόκολλο του Άμστερνταμ») αναγνωρίζει την αρμοδιότητα των κρατών μελών σχετικά με τον ορισμό της αποστολής της δημόσιας υπηρεσίας, την οργάνωση της υπηρεσίας δημόσιας ραδιοτηλεόρασης και το σύστημα χρηματοδότησής της.
Όσον αφορά το θέμα της μεταφοράς ορισμένων εξουσιών της ανεξάρτητης ρυθμιστικής αρχής στον Υπουργό Επικρατείας, η τρέχουσα διατύπωση του άρθρου 30 της εν λόγω οδηγίας δεν προσφέρει νομική βάση για την ενίσχυση της ανεξαρτησίας των ρυθμιστικών αρχών.
Ωστόσο, δεδομένης της σημασίας του θέματος, κατά τη δημόσια διαβούλευση για την προετοιμασία της αναθεώρησης της οδηγίας , η Επιτροπή έθεσε το ερώτημα κατά πόσον θα έπρεπε να προβλεφθεί νομική υποχρέωση για την ανεξαρτησία των ρυθμιστικών αρχών. Η νομοθετική πρόταση για την αναθεώρηση της οδηγίας για τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων αναμένεται να εγκριθεί το καλοκαίρι του 2016.
Η ανεξαρτησία των ρυθμιστικών φορέων στον οπτικοακουστικό τομέα είναι παράγοντας καίριας σημασίας για την αμερόληπτη εφαρμογή των κανόνων περί τα οπτικοακουστικά μέσα. Η ύπαρξη κατάλληλων ρυθμιστικών εξουσιών και η μη υπαγωγή σε κατευθυντήριες γραμμές αποτελούν δείκτες της ανεξαρτησίας της ρυθμιστικής αρχής.
Οι υπηρεσίες της Επιτροπής εξακολουθούν να εξετάζουν τις πιθανές επιπτώσεις των διατάξεων που διέπουν τον ελάχιστο απαιτούμενο αριθμό υπαλλήλων ανά σταθμό, καθώς και το κλειστό μητρώο των εργαζομένων στη θεμελιώδη ελευθερία της παροχής υπηρεσιών.