Πολυσέλιδες, με αιτιάσεις σχεδόν για κάθε διάταξη του τηλεοπτικού διαγωνισμού των τεσσάρων αδειών εθνικής εμβέλειας γενικού περιεχομένου, είναι οι πρόσφυγες των τηλεοπτικών σταθμών στο Συμβουλίου της Επικρατείας, επιδιώκοντας να ακυρώσουν τη διαδικασία. Πέρα από το επίμαχο ζήτημα, αν δηλαδή οι άδειες μπορούν να χορηγούνται από το κράτος και όχι από το ΕΣΡ (άρθρο 14 παρ.9 εδ. β’ Συντάγματος), ενδιαφέρον παρουσιάζει και η θέση πως ο νόμος προσκρούει και στο ευρωπαϊκό δίκαιο (άρθρο 10 ΕΣΔΑ).
Διατυπώνεται η θέση πως «η πρόβλεψη για χορήγηση των επίμαχων αδειών από μέλος της κυβερνήσεως και όργανο της κρατικής διοικήσεως εισάγει ανεπίτρεπτο περιορισμό στην πολυφωνία και τη διαφάνεια που κατοχυρώνουν οι προρρηθείσες, υπέρτερης τυπικής ισχύος διατάξεις». Οι σταθμοί υποστηρίζουν πως «η μη διενέργεια του διαγωνισμού και η μη χορήγηση των επίμαχων αδειών από ένα ανεξάρτητο έναντι της κυβερνήσεως όργανο, το οποίο θα αποτελούσε εγγυητή μιας αμερόληπτης και διαφανούς από οιαδήποτε αθέμιτη κυβερνητική πρακτική αδειοδοτικής διαδικασίας, δεν εγγυάται αποτελεσματική πολυφωνία και πλουραλισμό, διότι παρέχει τη δυνατότητα στο κράτος να κυριαρχήσει στα οπτικοακουστικά Μέσα και έτσι να ασκήσει πίεση στους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς, περιορίζοντας τη συντακτική τους ελευθερία και υποβαθμίζοντας τον θεμελιώδη ρόλο της ελευθερίας εκφράσεως σε μια δημοκρατική κοινωνία», και προσθέτουν ότι: «Η εν λόγω κρατική παρέμβαση, που έλαβε τη μορφή της νομοθετικής διατάξεως του άρθρου 2Α, παρ. 2, εδ. α’ του ν. 4339/2015, δεν ήταν προβλέψιμη, σύμφωνα με τη σχετική απαίτηση της πάγιας νομολογίας του ΕΔΔΑ» και «εισάγει έναν περιορισμό στην ελευθερία εκφράσεως των τηλεοπτικών σταθμών, η οποία δεν εξυπηρετεί κανέναν εκ των σκοπών δημοσίου συμφέροντος, που περιοριστικώς αναφέρει η παρ. 2 του άρθρου 10 ΕΣΔΑ».