Με μεγάλη οδύνη δεχτήκαμε την επιβεβαίωση της αποτρόπαιης είδησης για τον χαμό του Μένη Κουμανταρέα, που από τα ξημερώματα ευχόμασταν να μην είναι αλήθεια. Η Ελλάδα θρηνεί σήμερα έναν κορυφαίο συγγραφέα της. Η σκέψη μας αυτές τις ώρες βρίσκεται στην αγαπημένη του οικογένεια.
Στον Θησαυρό του χρόνου, το τελευταίο του βιβλίο, στο οποίο ο Μένης ξεδίπλωσε τα φύλλα της ψυχής του, χωρίς να αφήσει απ’ έξω τίποτα από αυτά που μπορούσε να δει και να νιώσει, γράφει:
Ξυπνώ με το κορμί πιασμένο, το κεφάλι να κουδουνίζει και τα μάτια, μέσα σε μαύρους κύκλους, να προσπαθούν ν’ αμυνθούν στο εχθρικό φως της καινούργιας μέρας, αν υποτεθεί ότι η μέρα που ξημερώνει μπορεί να χαρακτηριστεί καινούργια. Είναι ζήτημα αν πάλι κοιμήθηκα τρεις με τέσσερις ώρες. Τα ξενύχτια με φίλους –ενίοτε και εχθρούς– δεν λένε να μ’ εγκαταλείψουν. Περνώ στο μπάνιο, με μηχανικές κινήσεις ρίχνω νερό στο πρόσωπό μου, κάθομαι στη λεκάνη με το παντελόνι της πιτζάμας κατεβασμένο να σέρνεται στα πλακάκια. Ντύνομαι με τα ρούχα της δουλείας –ο τόνος μού ξέφυγε και εύστοχα πήγε στο γιώτα–, σακάκι και γραβάτα, γλιστρώ στις αδύναμες γάμπες τις κάλτσες –μανταρισμένες απ’ τα χεράκια της μητέρας μου– κι ύστερα ανυπόμονα φορώ τα παπούτσια τσαλακώνοντας το δέρμα στις φτέρνες. Μια φέτα βουτυρωμένο ψωμί με κάποιες ρανίδες μέλι κι ένας καφές πρόχειρα φτιαγμένος στο μάτι της κουζίνας με συνοδεύουν ως την εξώπορτα. Κοιτάζω με αγωνία το ρολόι μου, το παλιό μου Ωμέγα, αυτό που κάθε τόσο αντικαθιστώ οσάκις πέφτω θύμα κλοπής από τα χέρια κάποιου ωραίου μακρυχέρη. Υπολογίζω πόση ώρα θέλω για να βρεθώ στον αριθμό 30, όσα και τα χρόνια μου, κι αν είναι προτιμότερο αντί για λεωφορείο να πάρω ταξί. Σίγουρα οι ταξιτζήδες θα μου στήσουν κάποτε ένα μνημείο.
Να είναι ελαφρύ, Μένη, το χώμα που θα σε σκεπάσει.
Άννα Πατάκη
Αθήνα, Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2014