“Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2009
Προς τους κ.κ.
Μάνια Τεγοπούλου, Θανάση Τεγόπουλο, Βαγγέλη Παναγόπουλο, Σήφη Πολυμίλη, Πάνο Σώκο, Γιώργο Χρονά
Με την επιστολή μου αυτή θα ήθελα να διαλύσω μια παρεξήγηση που δημιουργήθηκε πρόσφατα με αφορμή τις απαντήσεις μου σε ερωτηματολόγιο της εφημερίδας Athens Voice σχετικά με τον τρόπο άσκησης της κριτικής βιβλίου. Σε χθεσινοβραδινή συνομιλία μου με την κ. Μάνια Τεγοπούλου άκουσα ότι η απάντησή μου αποτελούσε «δυσφήμιση της εφημερίδας», εκτίμηση την οποία ουδόλως συμμερίζομαι και θα εξηγήσω γιατί.
Συγκεκριμένα στην ερώτηση «Οι επιλογές των βιβλίων είναι κάθε φορά δικές σας ή υπάρχουν και συγκεκριμένες παραγγελίες (από τον διευθυντή για παράδειγμα της εφημερίδας ή από το διαφημιστικό της τμήμα). Πως το αντιμετωπίζετε σε αυτές τις περιπτώσεις;» απάντησα ως εξής: «Εδώ και πολλά χρόνια δουλεύω στη «Βιβλιοθήκη» της «Ελευθεροτυπίας». Μέχρι πρόσφατα, οι αποφάσεις για το τι και για ποιόν θα γράφαμε λαμβάνονταν από κοινού στη σχετική σύσκεψη της συντακτικής επιτροπής. Όμως το καθεστώς άλλαξε: η απόφαση για το τι γράφεται και τι δημοσιεύεται ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του κ. Γιώργου Χρονά, διευθυντή της νέας «Βιβλιοθήκης-καταφύγιο θηραμάτων», οπότε δεν είμαι σε θέση να απαντήσω ολοκληρωμένα στην ερώτησή σας» .
Η απάντησή μου αυτή απλώς περιέγραφε ένα πραγματικό γεγονός: ότι δεν είμαι πλέον μέλος της συντακτικής ομάδας, ότι η διεύθυνση της «Β» ασκείται από τον κ. Χρονά και ότι η επιλογή των τίτλων και των κειμένων είναι δική του. Δεν εμπεριείχε καμιά αξιολογική κρίση, ούτε ασφαλώς απαξίωνε την εφημερίδα στο σύνολό της. Ο κ. Χρονάς από την πλευρά του, με απάντησή του στο επόμενο τεύχος της Athens Voice μου καταλόγισε «τυπικά αθηναϊκά ψεύδη» απαντώντας σε αιτιάσεις εναντίον του που ποτέ δεν έκανα – με άλλα λόγια ερμηνεύοντας την απάντησή μου κατά το δοκούν. Δεν με χαρακτηρίζουν τα «ψεύδη» και ο καθένας το το γνωρίζει αυτό∙ όποιος μου τα αποδίδει με συκοφαντεί ασύστολα. Επιπλέον, οποιαδήποτε αντίρρηση κατά καιρούς είχα για το περιεχόμενο της «Βιβλιοθήκης», δεν είχα διστάσει να την εκφράσω πρώτα απ’ όλα στον ίδιο τον κ. Χρονά.
Δεν «δυσφήμισα» λοιπόν την εφημερίδα, ούτε ασφαλώς είχα αυτήν την πρόθεση. Οποιασδήποτε «δυσφήμιση» θα έπληττε πρώτα απ’ όλα εμένα και την εργασιακή μου αξιοπρέπεια –κάτι που προσπάθησα να διαφυλάξω με κάθε τρόπο επί εικοσιπέντε και πλέον χρόνια δουλειάς στις εφημερίδες. Η σχέση μου με την «Ελευθεροτυπία», επί δέκα συναπτά χρόνια, ήταν σχέση απόλυτης αφοσίωσης και σκληρής δουλειάς. Η έξωθεν μαρτυρία βοά επ’ αυτού, δεν χρειάζεται να μιλήσω περαιτέρω για τον εαυτό μου.
Αντίθετα, όμως, η «Ελευθεροτυπία» μου επιφύλαξε τους τελευταίους δέκα περίπου μήνες σχεδόν ταπεινωτική μεταχείριση. Εν μια νυκτί «έκοψε» τις επιφυλλίδες μου, χωρίς ποτέ να μου εξηγηθεί ο λόγος (υπενθυμίζω ότι ως επιφυλλιδογράφος και κριτικός προσλήφθηκα το 1999). Στη «Βιβλιοθήκη» τύχαινε να μεσολαβούν εβδομάδες μέχρι να δημοσιευτεί κείμενό μου. Αρκετές από τις προτάσεις μου απορρίπτονταν, γιατί «είχε προλάβει άλλος», αφού, παρά τη μισθωτή μου σχέση εργασίας με την εφημερίδα, είχα επί της ουσίας εξομοιωθεί με τους εξωτερικούς συνεργάτες.
Ωστόσο, ποτέ δεν αρνήθηκα να ασχοληθώ με βιβλία που κατά καιρούς μου πρότεινε ο κ. Χρονάς μέσω της γραμματέως του κ. Τόνιας Αρβανίτη, και συστηματικά τον εφοδίαζα με κείμενά μου, ακόμη και όταν έφτανε να έχει τέσσερα αδημοσίευτα στα χέρια του. Απόδειξη των παραπάνω είναι η ηλεκτρονική αλληλογραφία με την κ. Αρβανίτη την οποία και έχω κρατήσει και μπορώ να παρουσιάσω όποτε μου ζητηθεί. Ένα μόνο δείγμα θα επισυνάψω σήμερα, με ημερομηνία 11 Ιουνίου 2009. Συνημμένη στο mail ήταν η βιβλιοκριτική για το έργο του Stuart Kelly «Το βιβλίο των χαμένων βιβλίων», η οποία, γεγονός απολύτως χαρακτηριστικό, ως σήμερα δεν έχει δημοσιευτεί.
Και κάτι ακόμα: Όταν ο κ. Χρονάς ανέλαβε τη «Βιβλιοθήκη», στη μία και μόνη συνάντηση που είχαμε μαζί του, αφού πρώτα χαρακτήρισε «σκουπίδι» το προηγούμενο έντυπο, στο οποίο εργαζόμασταν όλοι εμείς οι μισθωτοί συντάκτες της «Β» (Χατζηβασιλείου, Φάις, Γιαλκέτσης, Σχινά, Ντόκας, Καλαμαράς), μας ανακοίνωσε ότι προτίθεται να χρησιμοποιήσει στη θέση μας «νέα παιδιά που δεν έχουν να πληρώσουν το νοίκι τους» (λες και εμείς είχαμε να το πληρώσουμε από αλλού, πέραν της δουλειάς μας) και ότι θα δημοσιεύει με την περιοδικότητα που ο ίδιος κρίνει τα κείμενά μας. Τότε είχα προσωπικά απευθυνθεί τόσο στον κ. Τεγόπουλο όσο και στον κ. Παναγόπουλο, δηλώνοντας ότι θέλω να μπορώ να δικαιολογώ τον μισθό μου και ότι θέτω τον εαυτό μου στη διάθεση της εφημερίδας, οπουδήποτε υπάρχει ανάγκη. Ζήτησα να συνεργάζομαι με το καθημερινό φύλλο, αλλά κάτι τέτοιο δεν κατέστη εφικτό για λόγους για τους οποίους δεν ευθύνομαι εγώ. Συνέπεια των παραπάνω είναι να εμφανίζομαι αραιά και που στη «Βιβλιοθήκη» και φυσικά να έχω πληγεί επαγγελματικά, αφού όπως όλοι θα συναινέσετε, ο δημοσιογράφος που δεν δημοσιεύει δεν υπάρχει.
Με εκτίμηση
Κατερίνα Σχινά“