Με επιστολή της προς τον αντιπρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Δημήτρη Παπαδημούλη και με αφορμή την σημαντική πρωτοβουλία του, να καταθέσει σχετική ερώτηση προς την Επιτροπή της ΕΕ, η Κίνηση Επαγγελματιών Δημοσιογράφων (ΚΕΔ) επαναφέρει όσα είχε καταγγείλει από το Σεπτέμβριο του 2013 για την κυβερνητική παράγκα στην ενημέρωση αλλά και για την ανοχή της ΕΒU στην δημιουργία της.
Στην επιστολή την οποία υπογράφουν εκ μέρους της γραμματείας της ΚΕΔ οι συνάδελφοι Μαρία Γκίκα, Κώστας Ντελέζος, Κώστας Μπετινάκης και Δημήτρης Τσαλαπάτης επισημαίνονται οι κυβερνητικές ευθύνες για τις χειροπέδες στην ενημέρωση.
Επαναφέρονται όμως και τα ερωτήματα που μένουν τόσους μήνες αναπάντητα για το λουκέτο στην ΕΡΤ , το πλιάτσικο στην περιουσία της και την εκχώρηση των ψηφιακών συχνοτήτων στους βαρόνους των ΜΜΕ.
Αφορμή για το νέο διάβημα είναι η επιστολή που έστειλε η ΕΒU προς τον Πρωθυπουργό εκφράζοντας την δυσαρέσκεια της για την τροπολογία σχετικά με τον τρόπο διορισμού του Εποπτικού Συμβουλίου της ΝΕΡΙΤ , περιορίζοντας, όπως φαίνεται, σε αυτό και μόνο τη διαφωνία της.
Η χθεσινή επιστολή
Στην επιστολή προς τον ευρωβουλευτή του Σύριζα και αντιπρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αναφέρονται τα εξής:
«…Από την πρώτη στιγμή μετά το «Μαύρο στην ΕΡΤ» τον Ιούνιο του 2013, είχαμε επισημάνει μαζί με άλλους συναδέλφους ως μέλη της ΕΣΗΕΑ καθώς και της Κίνησης Επαγγελματιών Δημοσιογράφων(ΚΕΔ) την κυβερνητική μεθόδευση για την δημιουργία μηχανισμού προπαγάνδας ως διάδοχο της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης.
Είχαμε επίσης την ευκαιρία να καταγγείλουμε και τον θλιβερό ρόλο
των πολιτικών και πρώην δημοσιογράφων, που διαδοχικά ανέλαβαν την συγκεκριμένη « βρώμικη δουλειά».
Στις 2.9.2013 από την γραμματεία της ΚΕΔ εστάλησαν επιστολές διαμαρτυρίας στο πρόεδρο και την γενική διευθύντρια της EBU, οποίες κοινοποιήθηκαν στους προέδρους της Επιτροπής της ΕΕ, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων.
Συνεπώς όλοι ήταν από την αρχή ενήμεροι για τι ακριβώς επρόκειτο να συμβεί.
Τα κροκοδείλια δάκρυα της ηγεσίας της EuropeanBroadcastingUnionέρχονται κάπως αργάγια τον διαγωνισμό μαιμού, καθώς και την τελευταία τροπολογία για την ΝΕΡΙΤ.
Απλώς η κυβέρνηση στην Ελλάδα και δυστυχώς κάποιες πλειοψηφίες στη διοίκηση δημοσιογραφικών συνδικάτων, δεν τηρούν πλέον ούτε τα προσχήματα.
Θα είχε ενδιαφέρον στο πλαίσιο της ιδιαίτερα σημαντικής πρωτοβουλίας σας με την ερώτηση που καταθέσατε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αν θα θέλατε να συμπεριλάβετε και τα δικά μας ερωτήματα για τις «χειροπέδες στην ενημέρωση» , που έγκαιρα καταγγείλαμε.
Οι επιστολές-κοινοποιήσεις για τον κ. Σούλτς και τον κ. Μπαρόζο διαβιβάσθηκαν εγκαίρως στα γραφεία Αθηνών της ΕΕ και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου…»
Tο διάβημα της ΚΕΔ
H επιστολή-διάβημα της ΚΕΔ που έγινε από τον περασμένο Σεπτέμβριο (2-9-13) και υπέγραφε η Μαρία Γκίκα ανέφερε:
«Προς
Jean-PaulPhilippot
Πρόεδρο ΕΒU
Γενεύη
Κύριε Πρόεδρε,
Με ιδιαίτερη έκπληξη οι εργαζόμενοι στην ΕΡΤ ΑΕ σε όλη την Ελλάδα καθώς και η κοινή γνώμη πληροφορήθηκαν, με την επιστολή της γενικής διευθύντριας κ I.Deltenre την πολιτική, προφανώς, απόφαση της ηγεσίας της EBU(EuropeanBroadcastingUnion) να ταυτισθεί με την απολύτως πραξικοπηματική ενέργεια της Ελληνικής Πολιτείας που επιδιώκει να καταργήσει οριστικά το δικαίωμα του ελληνικού λαού να έχει πραγματική δημόσια ραδιοτηλεόραση.
Η νομιμοποίηση, επέρχεται με την αιφνίδια στροφή σας η οποία στην ουσία έρχεται σε αντίθεση με την ομόφωνη στάση της γενικής σας συνέλευσης αλλά και τις δηλώσεις της ηγεσίας τη; EBU (πριν από τρείς μήνες στην Αθήνα) όταν αποδοκίμαζε τις πραξικοπηματικές ενέργειες της ελληνικής κυβέρνησης και «του μαύρου στην ΕΡΤ», με τους χαρακτηρισμούς «πράξεις βίας» και « λογοκρισία». .
Με την νέα σας στάση παρέχετε την δυνατότητα, αν όχι το «άλλοθι» σε αξιωματούχους της ελληνικής κυβέρνησης και δυστυχώς πρώην δημοσιογράφους, να παρανομούν σε σχέση με το δικαίωμα της υπεύθυνης έγκυρης και πολυφωνικής ενημέρωσης του ελληνικού λαού, καταργώντας στην πράξη ακόμη και το συνδικαλιστικό δικαίωμα των εργαζομένων δημοσιογράφων και βεβαίως την ελευθερία της έκφρασης.
Παρέχετε επίσης νομιμοποίηση σε ένα δήθεν διαγωνισμό αξιοκρατικής επιλογής
εργαζομένων , όπου ήδη αποκαλύπτεται ότι συνωστίζονται κομματικοί φίλοι της κυβέρνησης, συγγενείς υπουργών , ενώ μέρα με την μέρα πληθαίνουν οι καταγγελίες και οι αποκαλύψεις με έγγραφα και άλλα ντοκουμέντα.
Το κυριότερο όμως είναι, όπως φαίνεται ,ότι η ελληνική κυβέρνηση χρησιμοποιεί την ΕΒUώστε να νομιμοποιήσει ένα μικρό τηλεοπτικό κατασκεύασμα από το Κράτος και να μπορέσει να μοιράσει τις συχνότητες για ψηφιακή εκπομπή σε εμπορικά κανάλια, όπως και τα σημεία εκπομπής σε όλη την Ελλάδα που αποτελούσε μέχρι τώρα περιουσία της ΕΡΤ..
Είναι άλλωστε η περίοδος που ιδιωτικά κανάλια κλείνουν, συγχωνεύονται και υπάρχει μία εκ νέου κατανομή της τηλεοπτικής και διαφημιστικής αγοράς.
Ένα κρίσιμο ερώτημα στο οποίο η ηγεσία της ebu θα πρέπει να απαντήσει είναι:
Σε αυτή την κομματική κατασκευή, που εσείς θεωρείτε δήθεν ως δημόσια τηλεόραση θα ανατεθεί η μετάδοσηκαι η δημοσιογραφική κάλυψη κορυφαίων διοργανώσεων γεγονότων και η υπεύθυνη ενημέρωση της διεθνούς κοινής γνώμης για την επερχόμενη η προεδρία της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης από την Ελλάδα που αρχίζει από τον προσεχή Δεκέμβριο;
Ως αιρετό μέλος του ΔΣ της ΕΣΗΕΑ ( Ένωση Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών), που είναι το αρχαιότερο δημοσιογραφικό σωματείο στην Ελλάδα( έτος ιδρύσεως το 1914) οφείλω να σας επισημάνω ότι με την στάση σας αυτή νομιμοποιείτε δυστυχώς και την βάναυση και κατάφωρη παραβίωση θεμελιωδών ελευθεριών του ατόμου.
Την επισήμανση αυτή οφείλω να κάνω επίσης και με την ιδιότητα του μοναδικού μέχρι και τα τέλη Ιουνίου, μέλους του ΔΣ της ΕΣΗΕΑ ως εργαζόμενης της ΕΡΤ, που η κυβέρνηση θέλησε να απολύσει , μαζί με εκατοντάδες άλλους συναδέλφους.
Με την πραξικοπηματική ενέργεια της 11η Ιουνίου η κυβέρνηση κατήργησε στην πράξη το συνδικαλιστικό δικαίωμα παρεμβαίνοντας υπέρ εκλεκτών της υποψηφίων στις εκλογές της ΕΣΗΕΑ που ακολούθησαν στις 18 και 19 Ιουνίου 2013.
Αυτό που εσείς αναγνωρίζετε ξαφνικά τώρα, ως δήθεν δημόσια ραδιοτηλεόραση, αποτελεί μια κρατική υπηρεσία με κολοβό πρόγραμμα, που μέχρι πρότινος λειτουργούσε σε στούντιο εμπορικού καναλιού ιδιοκτησίας επιχειρηματικού ομίλου, στον οποίο προσέφερε τις υπηρεσίες του και ο αρμόδιος υφυπουργός, ακριβώς πριν αναλάβει τα καθήκοντα αυτά.
Το γεγονός δεν θεωρώ ότι πρέπει να σας κάνει υπερήφανους.
Τώρα το συγκεκριμένο κανάλι παράγει το υποτυπώδες «πρόγραμμα» του, στα προς ιδιωτικοποίηση στούντιο της ΕΤ 1 και εν συνεχεία εκπέμπει από ειδική διαμορφωμένη αίθουσα στο ισόγειο και τα υπόγεια του κτιρίου της κρατικής γενικής γραμματείας Επικοινωνίας (πρώην υπουργείο Τύπου), με άρρηκτους δεσμούς με το γραφείο του Πρωθυπουργού.
Αλλά και οι εργαζόμενοι που απασχολούνται εργάζονται με δίμηνες συμβάσεις, όπως οι εποχικοί υπάλληλοι των Δήμων για την δασοπυρόσβεση.
Είναι ένα ζήτημα που μετά τις καταγγελίες μας αναγκάσθηκε να ομολογήσει δημοσίως και ο αρμόδιος υφυπουργός που με την… «σεμνότητα» η οποία τον διακρίνει, φαίνεται να θεωρεί ότι είναι περιττή πολυτέλεια η εργασία με δημοσιογραφικές συμβάσεις και με τον κώδικα δημοσιογραφικής δεοντολογίας.
Το κυβερνητικό μόρφωμα όμως περιλαμβάνει μόνο «ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ» και δεν γίνεται καμιά κουβέντα για το «ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ»..
Είναι καταπληκτικό ότι η κυβερνητική κατασκευή για δήθεν Δημόσια ΜΜΕ δεν περιλαμβάνει ραδιοφωνικές μεταδόσεις αφήνοντας τους ακροατές στο έλεος ιδιωτικών συμφερόντων ,που εκπρόσωποι τους διώκονται για φοροδιαφυγή η κρύβονται σε φορολογικούς παραδείσους παρά τα εντάλματα σύλληψης που εκκρεμούν.
Η μεγαλύτερη όμως παραβίαση της ελληνικής Πολιτείας -που η πλευρά σας δυστυχώς νομιμοποιεί με την στάση της- αφορά και σε όλα όσα τα θεσμικά όργανα του Συμβουλίου της Ευρώπης, έχουν κατ’ επανάληψη αναγνωρίσει και τονίσει τον ζωτικό ρόλο που επιτελεί η δημόσια ραδιοφωνία και τηλεόραση στην σύγχρονη δημοκρατία.
Όπως άλλωστε επισημάνθηκε από τις δημοσιογραφικές ενώσεις και στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής των Ελλήνων:
«..Ήδη από το 1994 η 4η Ευρωπαϊκή Υπουργική Συνδιάσκεψη για την Πολιτική στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (Πράγα, 7-8 Δεκεμβρίου 1994) αναγνώρισε ότι «η δημόσια ραδιοφωνία και τηλεόραση προωθεί τις αξίες που αποτελούν το θεμέλιο της πολιτικής, νομικής και κοινωνικής δομής των δημοκρατικών κοινωνιών, και συγκεκριμένα τον σεβασμό για τα ανθρώπινα δικαιώματα, τον πολιτιστικό και πολιτικό πλουραλισμό» και υπογράμμισε «την σημασία της δημόσιας ραδιοφωνίας και τηλεόρασης για τις δημοκρατικές κοινωνίες».
Η συνδιάσκεψη διατύπωσε τις γενικές αρχές και διαμόρφωσε το πλαίσιο της πολιτικής για τα δημόσια μέσα επικοινωνίας, εκδίδοντας συστάσεις προς τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με α) προδιαγραφές ποιότητας των δημοσίων μέσων επικοινωνίας β) χρηματοδότηση γ) οικονομικές πρακτικές δ) ανεξαρτησία και λογοδοσία κ.λ.π.
Επιπροσθέτως τα συμμετέχοντα κράτη-μέλη ανέλαβαν την δέσμευση «να εγγυώνται την ανεξαρτησία των δημόσιων μέσων από πολιτικές και οικονομικές παρεμβάσεις».
Στην Σύσταση R (96)10, που υιοθετήθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 1996, η Επιτροπή των Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης επιβεβαίωσε εκ νέου «τον ζωτικό ρόλο των δημόσιων μέσων επικοινωνίας ως ουσιαστικού παράγοντα για την πλουραλιστική επικοινωνία και ενημέρωση, προσβάσιμη από τον καθένα τόσο σε εθνικό όσο και σε τοπικό επίπεδο, μέσω της παροχής συνεκτικών προγραμμάτων, τα οποία απαρτίζονται από πληροφόρηση, εκπαίδευση, πολιτισμό και αναψυχή.»
Οι δημοσιογράφοι πρέπει επίσης να έχουν «επαρκείς συμβάσεις εργασίας που παρέχουν επαρκές επίπεδο κοινωνικής προστασίας, ούτως ώστε να μην συμβιβάζονται ως προς την αμεροληψία και ανεξαρτησία τους» και «να μην τίθενται περιορισμοί στην σύσταση σωματείων, όπως οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, οι οποίες συμμετέχουν στις συλλογικές διαπραγματεύσεις». [Κοινοβουλευτική Συνέλευση, Απόφαση 1636 (2008), Δείκτες για τα μέσα σε μια δημοκρατία, σημεία 8.11-8.12]
Την ίδια κατεύθυνση ακολουθούν όλα τα επόμενα κείμενα που υιοθετήθηκαν από την Επιτροπή των Υπουργών και την Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης και τα οποία αναφέρονται στα δημόσια μέσα μαζικής ενημέρωσης και γενικά στην σημασία των μέσων, ιδιωτικών και δημόσιων, σε μια δημοκρατία. Η Κοινοβουλευτική Συνέλευση εξέφρασε ρητά την ανησυχία της εξαιτίας της πίεσης που ασκείται στα δημόσια μέσα ενημέρωσης είτε από τις κυβερνήσεις των κρατών-μελών είτε εξαιτίας του αναπόφευκτου ανταγωνισμού τους με τα εμπορικά μέσα, ο οποίος έχει οδηγήσει στην «κρίση ταυτότητας» του τομέα των δημόσιων μέσων επικοινωνίας. [Κοινοβουλευτική Συνέλευση, Απόφαση 1641 (2004), Δημόσια Μέσα Επικοινωνίας]…»
Οι εργαζόμενοι λοιπόν οφείλουμε να επιμένουμε και για τους λόγους αυτούς αλλά και για να κάνουμε διακριτό στον ελληνικό λαό ότι άλλο πράγμα είναι η ενημέρωση την οποία οφείλουν να υπερασπίζονται οι δημοσιογράφοι και άλλο η επικοινωνία και η κυβερνητική προπαγάνδα η οποία δυστυχώς νομιμοποιείται και με τη στάση σας…»
Κοινοποιήσεις:
Διεθνής Ομοσπονδία Δημοσιογράφων IFJ
ΕΣΗΕΑ, ΠΟΕΣΥ
Γραφείο Ευρωπαϊκής Επιτροπής
Γραφείο Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου