Θέση υπέρ της ΕΙΤΗΣΕΕ παίρνει ο ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο δελτίο για την ελληνική οικονομία. Με τίτλο “4 πάροχοι και 400 εργαζόμενοι ανά πάροχο, συνταγή διάλυσης της ιδιωτικής τηλεόρασης”, υιοθετεί άκριτα τα επιχειρήματα της ένωσης ιδιοκτητών, αποφεύγει να δώσει οικονομικά στοιχεία για την κατάσταση της ελληνικής τηλεόρασης παραθέτοντας πίνακες για την ευρωπαϊκή αγορά και τον αριθμό των τηλεοπτικών σταθμών. Στα ελάχιστα στοιχεία που παραθέτει αναφέρει πως υπάρχει “ένα κρατικό κανάλι και 10 ιδιωτικά εθνικής εμβέλειας”, υπολογίζοντας προφανώς και το Alter το οποίο εδώ και κάτι χρόνια δεν εκπέμπει. Την έκθεση υπογράφουν οι Μιχάλης Μασουράκης, Μιχάλης Μητσόπουλος και Θανάσης Πρίντσιπας. Ο πρώτος είναι εκ των σταθερών προσκεκλημένων των εκπομπών του Μπάμπη Παπαδημητρίου.
Όλοκληρη η αναφορά του ΣΕΒ έχει ως εξής:
Το νέο πλαίσιο για τη λειτουργία της τηλεοπτικής αγοράς που προωθεί η κυβέρνηση επιχειρεί να λύσει ένα πρόβλημα δημιουργώντας ένα ακόμη μεγαλύτερο στη θέση του. Η δημοπράτηση περιορισμένων τηλεοπτικών αδειών δεν προάγει τον ανταγωνισμό και δεν δημιουργεί ευκαιρίες ανάπτυξης και προσφοράς νέων υπηρεσιών, σε έναν κόσμο που αλλάζει τεχνολογικά και θεσμικά με ταχύτατο ρυθμό. Στις 4 μόνον ιδιωτικές επιχειρήσεις που θα επιτραπεί να συγκροτήσουν διά νόμου την ολιγοπωλιακή αυτή αγορά, ως πάροχοι περιεχομένου γενικής στόχευσης και πανελλαδικής εμβέλειας, επιβάλλεται συγκεκριμένο επιχειρηματικό πρότυπο λειτουργίας, κατά τρόπο οικονομικά ανορθόδοξο. Ο νόμος υποχρεώνει τους «νέους» τηλεοπτικούς σταθμούς να λειτουργούν με τουλάχιστον 400 εργαζομένους πλήρους απασχόλησης κατά μέσο όρο ετησίως, ενώ καθορίζεται και ελάχιστος αριθμός εργαζομένων ανά ειδικότητα, αναλόγως περιεχομένου και είδους προγράμματος. Επιπροσθέτως, θα καθορισθούν προδιαγραφές για συγκεκριμένη κτηριακή υποδομή και τεχνολογικό εξοπλισμό, στην προκήρυξη του σχετικού διαγωνισμού από το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης. Οι προδιαγραφές αυτές καταργούν στην πράξη τον ανταγωνισμό μεταξύ παρόχων τηλεοπτικού περιεχομένου. Ουσιαστικά, απαγορεύεται διά νόμου η συμπίεση του κόστους λειτουργίας και η εισαγωγή νέων τεχνολογιών, καθώς δεν επιτρέπεται ο αριθμός του προσωπικού να μειωθεί κάτω των 400 ατόμων καθόλη τη διάρκεια της ισχύος της άδειας που καθορίζεται σε 10 χρόνια (ενδεικτικά, η Assiociation of Commercial Television in Europe αναφέρει ότι εργάζονται στην Ευρώπη 1 εκατ. εργαζόμενοι σε 11.000 τηλεοπτικούς σταθμούς, με τον μέσο όρο να είναι συνεπώς 90 εργαζόμενοι /σταθμό, Πίνακας 3). Σε ένα τέτοιο περιοριστικό πλαίσιο, οι επιχειρήσεις αυτές θα έχουν υψηλό κόστος λειτουργίας. Αυτό συνεπάγεται υψηλό κόστος διαφήμισης για τις επιχειρήσεις που διαφημίζουν τα προϊόντα τους μέσω τηλεόρασης, που μετακυλίεται στο κόστος των προϊόντων που αγοράζει ο καταναλωτής. Δημιουργείται, συνεπώς, ένας μηχανισμός όπου, αργά ή γρήγορα η διαφήμιση θα μετακομίσει σε άλλα μέσα (όπως είναι η διεθνής τάση που αντικατοπτρίζει τόσο η αύξηση της διείσδυσης του broadband, Διάγραμμα 12, αλλά και η αυξημένη χρήση φορητών συσκευών) που θα προσφέρουν πολύ πιο ανταγωνιστικές τιμές, με αποτέλεσμα την διάβρωση των εσόδων των τηλεοπτικών σταθμών. Η αδειοδότηση μέσω δημοπρασίας, η θέσπιση περιορισμών στο περιεχόμενο και η αποφυγή δεσπόζουσας επιρροής από συγκεκριμένα ιδιωτικά συμφέροντα είναι στόχοι επιθυμητοί και πρέπει να θεσπίζονται, καθώς προάγουν το δημόσιο συμφέρον. Ο περιορισμός του ανταγωνισμού, όμως, βλάπτει το δημόσιο συμφέρον. Δημιουργούνται σχέσεις εξάρτησης από την κυβερνητική εξουσία, καθώς οι εταιρείες αυτές θα λειτουργούν εν πολλοίς με μη οικονομικά κριτήρια. Είναι αμφίβολο κατά πόσον οι ρυθμίσεις αυτές θα εξαλείψουν από την τηλεοπτική αγορά τα κακώς κείμενα και κυρίως φαινόμενα που άπτονται της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και της αδιαφάνειας στο θεσμικό πλαίσιο, και ιδίως στις σχέσεις επιχειρήσεων με το δημόσιο.
Σε κάθε περίπτωση, η αδειοδότηση μέσω δημοπρασιών σε ένα εξαιρετικά πολύπλοκο τεχνολογικά περιβάλλον απαιτεί την ενίσχυση της ανεξαρτησίας και της τεχνικής επάρκειας του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ), που έπρεπε να αποτελεί εξαρχής προτεραιότητα της Πολιτείας στην προσπάθειά της να αναμορφώσει την ραδιοτηλεοπτική αγορά. Είναι αναγκαίο το ΕΣΡ να ασκεί ουσιαστικά το ρυθμιστικό και εποπτικό του ρόλο, τηρώντας ίσες απόστασεις μεταξύ κράτους και αγοράς. Επισημαίνεται ότι η υψηλή γνώση των ειδικών τεχνολογικών προϋποθέσεων που διέπουν την παραγωγή και μεταδοση τηλεοπτικών προγραμματων αποτελεί εχέγγυο για τη λειτουργία του ΕΣΡ, λόγω της υψηλής τεχνικότητας του υπο ρύθμιση πεδίου. Ταυτόχρονα, πρέπει να αποκατασταθεί και το πλαίσιο αυτορρύθμισης του δημοσιογραφικού επαγγελματος. Η θωράκιση των αρχών του δημοσιογραφικού επαγγελματος είναι ευθύνη τόσο των ίδιων των επαγγελματιών του κλάδου όσο και των επιχειρήσεων στις οποίες εργάζονται αλλά και της ανεξάρτητης αρχής που εποπτεύει τη λειτουργία τους. Αξίζει να αναφερθεί κανείς στο Συμβούλιο Ελέγχου Επικοινωνίας (ΣΕΕ), το οποίο αποτελεί το αρμόδιο όργανο αυτορρύθμισης διαφημιστών και διαφημιζόμενων για τον κατασταλτικό όσο και τον εθελούσιο έλεγχο του περιεχομένου όλων των μορφών της εμπορικής επικοινωνίας, το οποίο αποτελεί ένα χρήσιμο παράδειγμα αυτορρύθμισης που συνέβαλε στη διόρθωση των ατελειών της διαφημιστικής αγοράς. Μία κοινοβουλευτική πλειοψηφία μπορεί να ψηφίσει οτιδήποτε εντός των ορίων που θέτει το Σύνταγμα και οι Ευρωπαϊκές Συνθήκες. Αυτό που δεν μπορεί, όμως, να κάνει είναι να καταργήσει τους νόμους της αγοράς ή να εμποδίσει την εισαγωγή νέων τεχνολογιών στην παραγωγή, τη βελτίωση της ποιότητας του περιεχομένου ή, τέλος, να συντηρήσει επ’ άπειρον εργαζομένους που δεν παράγουν, όπως διδάσκει η ιστορία στις χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού. Η λειτουργία της αγοράς μπορεί να ρυθμισθεί αλλά οι νόμοι της αγοράς δεν παραβιάζονται. Όπως λέγεται, ακόμη και ο Στάλιν, όταν επέπληξε τους συντρόφους που είχαν προτείνει, για λόγους προστασίας των λαϊκών εισοδημάτων, η τιμή του ψωμιού να καθοριστεί σε επίπεδο χαμηλότερο της τιμής των αλεύρων, ανέφερε ότι σοσιαλισμός δεν σημαίνει κατάργηση των νόμων της αγοράς!!! Σε μελέτη που παρουσιάσθηκε στο World Economic Forum, The Future of Work, η υπό εκκόλαψη 4η βιομηχανική επανάσταση (οι τεχνολογίες που διαπερνούν τα όρια του φυσικού, του ψηφιακού και του βιολογικού κόσμου), ασκεί ήδη τεράστιες επιπτώσεις και ανατροπές στο χώρο της εργασίας. Εκτιμάται ότι μόνον στον τομέα των μέσων ενημέρωσης, ψυχαγωγίας και διαχείρισης πληροφοριών, προβλέπεται διεθνώς στην επόμενη πενταετία η αύξηση των θέσεων εργασίας κατά 8% λόγω της αυξημένης ταχύτητας επεξεργασίας μεγάλων όγκων δεδομένων (Big Data), κατά 3,6% λόγω των εξελίξεων στο κινητό διαδίκτυο και στην τεχνολογία cloud και η μείωση των θέσεων εργασίας κατά -2% λόγω της εφαρμογής ευέλικτων μορφών απασχόλησης. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η κυβέρνηση θα έπρεπε να λαμβάνει μέτρα για την όσο το δυνατόν ομαλότερη μετάβαση στο μέλλον μέσω εφαρμογής καινοτομικών προγραμμάτων εκπαίδευσης και επαγγελματικής κατάρτισης, ώστε να προετοιμασθεί το εργατικό δυναμικό για μία κοινωνία όπου πολλές σταθερές του παρελθόντος δεν θα είναι πλέον δεδομένες. Και παραμένει το ερώτημα: είναι δουλειά του κράτους να αποφασίζει πόσους εργαζόμενους θα έχει μια ιδιωτική εταιρεία ή πόσες εταιρείες θα υπάρχουν σε έναν κλάδο που είναι άρρηκτα συνδεμένος με την ελεύθερη διακίνηση της πληροφορίας σε μια εποχή όπου όλα αλλάζουν, ειδικά την ώρα που τόσο μεγάλος αριθμός από ελληνόπουλα δεν λαμβάνει από το εκπαιδευτικό σύστημα τις γνώσεις που θα έπρεπε και την ώρα που το σχολείο δεν είναι ευχάριστη εμπειρία για τόσο μεγάλο αριθμό παιδιών τα οποία επιστρέφουν μάλιστα σε ένα σπίτι στο οποίο η τηλεόραση είναι ανοιχτή πολλές ώρες; (Διάγραμμα πρώτης σελίδας)