Παραμένει ακέφαλη η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών, 14 μήνες μετά την παραίτηση του προέδρου της και 3 μήνες μετά την προκήρυξη από το υπουργείο Υποδομών για την επιλογή νέου προέδρου. Οι φορείς της αγοράς, κυρίως από τον τομέα των τηλεπικοινωνιών, έχουν ζητήσει από τον αρμόδιο υπουργό τον διορισμό νέου προέδρου προκειμένου να προχωρήσουν τα θέματα που τους αφορούν, όπως οι κεραίες και οι άδειες για τη χρήση του φάσματος.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η μεγάλη καθυστέρηση σχετίζεται άμεσα με τις νομοθετικές ρυθμίσεις που θέλει να προωθήσει ο Χρήστος Σπίρτζης σε ό,τι αφορά τις αρμοδιότητες της Ρυθμιστικής Αρχής. Ήδη σε συνεντεύξεις του έχει δηλώσει πως αρμόδιος φορέας για την αδειοδότηση των κεραιών θα είναι η Γενική Γραμματεία Τηλεπικοινωνιών του υπουργείου, κάτι που προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις στις εταιρείες κινητής τηλεφωνίας. Το θέμα των αρμοδιοτήτων της ΕΕΤΤ έχει φθάσει μέχρι την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία με επιστολή της έχει ζητήσει αναλυτική ενημέρωση από τον υπουργό.
Για την απουσία ηγεσίας στην ΕΕΤΤ και τα προβλήματα που έχουν προκύψει έχουν παρέμβει και οι εργαζόμενοι. Με επιστολή τους στον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα και στον Χρήστο Σπίρτζη σημειώνουν πως από το τέλος του 2015 η Ολομέλεια της ΕΕΤΤ δεν μπορεί να συγκληθεί, δεν είναι δυνατόν να καταρτιστεί ο προϋπολογισμός για το 2016 και αν μέχρι τον Απρίλιο δεν τοποθετηθεί νέος πρόεδρος δεν θα μπορούν να εγκριθούν οι υπηρεσιακές δαπάνες και άλλες διοικητικές ενέργειες.
Στο μεταξύ, δεν υπάρχουν νεότερα από την εισαγγελική έρευνα που είχε ζητήσει ο Χρήστος Σπίρτζης σχετικά με τον διαγωνισμό των ψηφιακών συχνοτήτων και την παράδοσή τους από την ΕΕΤΤ στην Digea. Στην απόφαση της Δικαιοσύνης είχε επενδυθεί η δυνατότητα να αλλάξει συνολικά η ηγεσία της ΕΕΤΤ, τα μέλη της οποίας αρνήθηκαν να υποβάλουν παραίτηση όταν τους ζητήθηκε.
Ζήτημα και στο ΕΣΡ
Με επιστολή του προς τον πρόεδρο της Βουλής, τον υπουργό Επικρατείας και τις Κοινοβουλευτικές Ομάδες ο Σύλλογος Υπαλλήλων ΕΣΡ ζητάει τον ορισμό διοίκησης και την αναβάθμιση της Ανεξάρτητης Αρχής. Ο Σύλλογος διαπιστώνει «τη συνεχιζόμενη απαξίωση της Αρχής διά της μη συγκρότησης Διοίκησης», επισημαίνοντας «την αδυναμία λήψης αποφάσεων ως προς την άσκηση του ρυθμιστικού ρόλου της Αρχής, όπως ορίζεται από το Σύνταγμα, και την απώλεια δημόσιων εσόδων από τη μη επιβολή διοικητικών κυρώσεων».