ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Με ευκαιρία το σημερινό εορτασμό της Παγκόσμιας Ημέρας Ελευθερίας του Τύπου, ο Στέλιος Κούλογλου συμμετείχε ως κεντρικός ομιλητής σε ανοιχτή συζήτηση στην έδρα των Ηνωμένων Εθνών στη Γενεύη, την οποία διοργάνωσαν ο ΟΗΕ και η UNESCO με πρωτοβουλία της Μόνιμης Αντιπροσώπου της Ελλάδας στον ΟΗΕ, κυρίας Κόρκα.
Με τίτλο, «Ο ρόλος των ΜΜΕ στην προώθηση ειρηνικών και δίκαιων κοινωνιών χωρίς αποκλεισμούς», η συζήτηση πραγματοποιήθηκε με τη συμμετοχή διπλωματών, στελεχών διεθνών οργανισμών, δημοσιογράφων και επαγγελματιών των μέσων ενημέρωσης.
Στο πλαίσιο της ομιλίας του, ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ μίλησε για την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης η οποία στις μέρες μας απειλείται εξαιτίας μιας σειράς λόγων, όπως η συγκέντρωση της ιδιοκτησίας των μέσων ενημέρωσης σε όλο και λιγότερα χέρια, η διάβρωση της δημοκρατίας, η νομιμοποιημένη πλέον παρακολούθηση των δημοσιογράφων, ο εκφοβισμός τους και οι φυσικές επιθέσεις εναντίον τους, η στοχοποίηση των πληροφοριοδοτών δημοσίου συμφέροντος και η άνοδος της ρομποτικής δημοσιογραφίας και των ψευδών ειδήσεων.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της ομιλίας:
«Η συζήτηση για την ελευθερία του Τύπου θέτει από μόνη της ένα παράδοξο. Ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν έχει υπάρξει τόση αφθονία πληροφοριών και μέσων μαζικής ενημέρωσης όση σήμερα, αν ληφθούν υπόψη οι ιστοσελίδες ειδήσεων και τα κοινωνικά μέσα ενημέρωσης.
Όχι για όλους και όχι για κάθε χώρα φυσικά. Περίπου το ένα τρίτο του παγκόσμιου πληθυσμού – 2,3 δισεκατομμύρια – δεν έχει πρόσβαση στο Διαδίκτυο. Και δεν μπορούμε να τους ξεχνούμε.
Παρόλα αυτά, η γενική τάση είναι πως σήμερα έχουμε περισσότερες ειδήσεις απ’ ό, τι παλιότερα. Και όμως, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της ΜΚΟ Δημοσιογράφοι χωρίς Σύνορα για το 2016, η ελευθερία των μέσων ενημέρωσης απειλείται πλέον, περισσότερο από ποτέ. «Έχουμε φθάσει στην εποχή της μετα-αλήθειας, της προπαγάνδας και της καταπίεσης των ελευθεριών σε έναν κόσμο στον οποίο οι επιθέσεις στα μέσα ενημέρωσης αποτελούν πια κοινοτοπία», καταλήγει η έκθεση.
Ας ρίξουμε μια ματιά στους πέντε βασικούς λόγους αυτής της καταστροφικής εξέλιξης.
1. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, παρατηρείται μια αυξανόμενη τάση για συγκέντρωση της ιδιοκτησίας των μέσων ενημέρωσης σε όλο και λιγότερα χέρια
Η εξάρτηση των μέσων ενημέρωσης από πολιτικά και οικονομικά κέντρα ισχύος διαρκώς αυξάνεται. Τα οικονομικά προβλήματα του παραδοσιακού Τύπου, τόσο των έντυπων όσο και των ραδιοτηλεοπτικών μέσων, καθιστούν τους δημοσιογράφους πιο ευάλωτους στη λογοκρισία και στην αυτολογοκρισία.
2. Η διάβρωση της δημοκρατίας μέσω των αντιτρομοκρατικών νόμων που θεσπίστηκαν μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου και η άνοδος των δημαγωγών
Από αυτή την άποψη, η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ αποτελεί σημείο καμπής. Ας παρατηρήσουμε μόνο τη σχέση του με την εφημερίδα που θεωρείται η πιο σημαντική στον κόσμο, τους New York Times. Από τότε που ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του, το καλοκαίρι του 2015, ο τότε υποψήφιος και σήμερα πρόεδρος Τραμπ έχει αναρτήσει τουλάχιστον 70 tweets αναφερόμενος στην εφημερίδα, αποκαλώντας την «αηδιαστική» και «ανέντιμη», μια «εφημερίδα που πεθαίνει» και «γράφει μυθεύματα». Η εφημερίδα υπέστη απαγόρευση της πρόσβασης στις ενημερώσεις δημοσιογράφων του Λευκού Οίκου. Αποτελεί, εν ολίγοις, “τον εχθρό του Αμερικανικού Λαού”, όπως τη χαρακτήρισε ο Τραμπ. Ποτέ στην ιστορία των ΗΠΑ δεν έχουν σημειωθεί παρόμοιες ρητορικές μίσους. Και η άνοδος των δημαγωγών δεν είναι ίδιο μονάχα της Βόρειας Αμερικής. Τη βλέπουμε επίσης στην Ουγγαρία, στη Ρωσία ή στην Τουρκία, η οποία έχει καταστεί η μεγαλύτερη φυλακή δημοσιογράφων.
3. Η παρακολούθηση των δημοσιογράφων, ακόμη και στις πιο προηγμένες δημοκρατίες και η στοχοποίηση των πληροφοριοδοτών δημοσίου συμφέροντος
Πέρυσι, η γερμανική Μπούντεσταγκ ψήφισε νόμο που επεκτείνει τις εξουσίες μαζικής παρακολούθησης της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Πληροφοριών (BND) χωρίς να κάνει καμία εξαίρεση για τους δημοσιογράφους. Οι λόγοι που αναφέρθηκαν για την εφαρμογή του νέου νόμο ήταν κυρίως η ανάγκη καταπολέμησης της τρομοκρατίας. Η BND μπορεί πλέον να κατασκοπεύει βάσει νόμου όλους τους μη Γερμανούς και τους μη υπηκόους της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιογράφων και των δικηγόρων. Όπως αποδεικνύεται, παρά τις επικρίσεις που δέχτηκε, ο νόμος αυτός συνέβαλε στη νομιμοποίηση των υφιστάμενων πρακτικών. Σύμφωνα με έγγραφα που δημοσίευσε το περιοδικό Spiegel, ανάμεσα στους στόχους παρακολούθησης συγκαταλέγονταν το βρετανικό BBC στο Αφγανιστάν και στο Λονδίνο, οι New York Times στο Αφγανιστάν, καθώς και τα κινητά και δορυφορικά τηλέφωνα του πρακτορείου ειδήσεων Reuters σε διάφορες χώρες. Μπορείτε να φανταστείτε τι θα συμβεί με τους Βρετανούς δημοσιογράφους μετά το Brexit.
Στα τέλη του 2016, το Ηνωμένο Βασίλειο ενέκρινε νέο νόμο που επεκτείνει τις αρμοδιότητες επιτήρησης των βρετανικών υπηρεσιών πληροφοριών, ο οποίος θεωρήθηκε “το πιο ακραίο νομοθέτημα που σχετίζεται με τις πρακτικές παρακολούθησης στην ιστορία του Ηνωμένου Βασιλείου”. Στις αρχές του 2017, ο προτεινόμενος νέος «νόμος περί κατασκοπείας» προέβλεπε να δοθεί το δικαίωμα στα δικαστήρια, να καταδικάζουν σε φυλάκιση έως και 14 ετών δημοσιογράφους που χρησιμοποιούν πληροφορίες οι οποίες έχουν διαρρεύσει.
Τον Νοέμβριο, στον Καναδά, ανακαλύφθηκε ότι τουλάχιστον έξι δημοσιογράφοι είχαν πέσει θύματα υποκλοπής από την επαρχιακή αστυνομία του Κεμπέκ, η οποία, μόλις λίγες εβδομάδες πριν, είχε κατασχέσει τον υπολογιστή ενός δημοσιογράφου στο πλαίσιο επιδρομής που πραγματοποίησε στην εφημερίδα του. Σκοπός αυτής της πράξης ήταν να εντοπιστούν πηγές, τις οποίες οι δημοσιογράφοι έχουν καθήκον να προστατεύουν.
Σίγουρα, μετά τις αποκαλύψεις του Σνόουντεν σχετικά με το παγκόσμιο σύστημα παρακολούθησης της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφαλείας των ΗΠΑ, όλοι γνωρίζουμε ότι αποτελούμε εν δυνάμει στόχους παρακολούθησης. Όμως, ο Σνόουντεν, τα Wikileaks και οι πληροφοριοδότες δημοσίου συμφέροντος καταδιώκονται και απειλούνται. Η τιμωρία των δύο πληροφοριοδοτών του σκανδάλου LuxLeaks, που αποκάλυψαν ότι το Λουξεμβούργο αποτελούσε φορολογικό παράδεισο στην καρδιά της ΕΕ, καθώς και η δίκη του δημοσιογράφου που δημοσίευσε τις διαρροές, ήταν το πράσινο φως για να καταδιώκεται κάθε άτομο το οποίο προσπαθεί να πει την αλήθεια που δε βολεύει τις αρχές.
4. Οι φυσικές επιθέσεις και ο εκφοβισμός των δημοσιογράφων
Το 2016, 74 δημοσιογράφοι σκοτώθηκαν σε συνθήκες που σχετίζονταν με τη δουλειά τους. Κάποιοι σκοτώθηκαν επί τω έργω, ενώ έκαναν ρεπορτάζ. Οι περισσότεροι ήταν, ξεκάθαρα, τα σκοπίμως στοχευμένα θύματα μιας θανατηφόρας βίας.
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, οι δημοσιογράφοι σε εμπόλεμες ζώνες αποτελούν πλέον στόχο. Το σημείο καμπής υπήρξε ο βομβαρδισμός της Σερβικής Τηλεόρασης το 1999, όταν η διοίκηση του ΝΑΤΟ χαρακτήρισε τις κεντρικές εγκαταστάσεις της, στρατιωτικό στόχο. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, 827 δημοσιογράφοι και εργαζόμενοι στα μέσα ενημέρωσης σκοτώθηκαν.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, τα δύο τρίτα των δημοσιογράφων που σκοτώθηκαν το 2016 βρίσκονταν σε εμπόλεμες ζώνες. Αλλά δεν πρόκειται μόνο για τις εμπόλεμες ζώνες — στις 21 Απριλίου, το Συμβούλιο της Ευρώπης δημοσίευσε τα αποτελέσματα που εξάγονται από την πρώτη μεγάλης κλίμακας έρευνα με αντικείμενο τους δημοσιογράφους σε ολόκληρη την Ευρώπη. Περισσότερα από τα δύο τρίτα των 940 δημοσιογράφων που συμμετείχαν, δήλωσαν ότι αντιμετώπισαν φυσικές επιθέσεις, εκφοβισμό ή παρενόχληση λόγω της εργασίας τους τα τελευταία τρία χρόνια.
Κι αυτό συμβαίνει στην Ευρώπη μας, δεν αναφερόμαστε στον λυπηρό κατάλογο από το Μεξικό ως το Μπαχρέιν.
5. Η άνοδος της ρομποτικής δημοσιογραφίας και των ψευδών ειδήσεων, αλλά και η διαστρέβλωση του προβλήματος
Πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Reuters έδειξε ότι στη συντριπτική πλειοψηφία των 26 χωρών που αναλύθηκαν, οι περισσότεροι άνθρωποι εμπιστεύονται περισσότερο ως πηγή ειδήσεων τα κοινωνικά μέσα ενημέρωσης απ’ ότι τις εφημερίδες. Αλλά οι ειδήσεις στα κοινωνικά μέσα δεν παράγονται από επαγγελματίες. Οι δημοσιογράφοι κάνουν λάθη και μερικές φορές διαδίδουν ψέματα και προπαγάνδα, αλλά υπάρχουν περισσότεροι μηχανισμοί για τον έλεγχό τους από ό, τι για τα «αθώα» κοινωνικά μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Η κατανάλωση πληροφοριών στο διαδίκτυο δημιουργεί ένα άλλο πρόβλημα. Τα ρομπότ συχνά υπαγορεύουν ποιες είναι οι κύριες ειδήσεις. Χρησιμοποιούν τον περίφημο αλγόριθμό τους γι’ αυτό. Οι άνθρωποι έχουν την τάση να πιστεύουν ότι όσο περισσότεροι άνθρωποι διαβάζουν, κάνουν like ή κοινοποιούν (share)
Αλλά μια ανάλυση από την αμερικανική ιστοσελίδα ειδήσεων Buzzfeed, η οποία πραγματοποιήθηκε τον Νοέμβριο του 2016, διαπίστωσε ότι κατά τους τελευταίους μήνες της προεκλογικής περιόδου των προεδρικών στις ΗΠΑ, οι ψευδείς ειδήσεις υπερέβησαν τις πραγματικές στα κοινωνικά μέσα, κατορθώνοντας μάλιστα περισσότερες κοινοποιήσεις (share) και μεγαλύτερη αναγνωσιμότητα απ’ ότι το ειδησεογραφικό περιεχόμενο κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης. Κατ’ αναλογία, μια πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι σχεδόν το ένα τέταρτο των Αμερικανών ενηλίκων κοινοποίησαν ψευδείς ειδήσεις, εν γνώσει ή εν αγνοία τους.
Αυτή όμως, είναι η μία πλευρά του νομίσματος. Από την άλλη, μια μελέτη που δημοσιεύτηκε από την επιθεώρηση Columbia Journalism Review το 2017, διαπίστωσε ότι το αναγνωστικό κοινό των ιστοχώρων ψευδών ειδήσεων είναι περίπου 10 φορές μικρότερο από αυτό των ιστοχώρων αληθών ειδήσεων. Ακόμη ένα πρόβλημα που τίθεται για την αντιμετώπιση των ψευδών ειδήσεων είναι ότι ο όρος συχνά χρησιμοποιείται από τους άμεσα εμπλεκόμενους για να καταγγείλουν μη κολακευτικές ή «άβολες» αναφορές στο πρόσωπό τους, όπως για παράδειγμα, ο Αμερικανός Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, που συχνά κατηγορεί έγκριτα ΜΜΕ ως φορείς ψευδών ειδήσεων. Στην Αίγυπτο, για παράδειγμα, ένας δημοσιογράφος του Al Jazeera που συνελήφθη τον Δεκέμβριο του 2016 εξακολουθεί να βρίσκεται στη φυλακή με την κατηγορία ότι μετέδιδε ψευδείς ειδήσεις.
Ελλοχεύει λοιπόν ο κίνδυνος της υπερβολής.
Ποια είναι η απάντηση σε όλα αυτά;
– Προώθηση και προστασία της επαγγελματικής δημοσιογραφίας.
– Χρειαζόμαστε μια διεθνή συμφωνία που θα ορίζει ότι οι δημοσιογράφοι πρέπει να προστατεύονται από όλες τις πλευρές σε έναν πόλεμο.
– Οι δημοκρατίες πρέπει να βρουν τρόπους για να βοηθούν τα μέσα ενημέρωσης που βρίσκονται σε κίνδυνο, είτε γιατί δραστηριοποιούνται σε χώρες με απολυταρχικά καθεστώτα είτε λόγω οικονομικών προβλημάτων. Η ερευνητική δημοσιογραφία διαδραματίζει καίριο ρόλο, αποκαλύπτοντας πολιτικές και οικονομικές παρατυπίες.
– Εκπαίδευση: Τα σχολεία πρέπει να διδάσκουν στους νέους πώς να διακρίνουν τις πραγματικές από τις ψευδείς ειδήσεις. Στη σημερινή εποχή της πληροφορίας, είναι τόσο σημαντικό όσο ήταν στους προηγούμενους αιώνες το να μάθει κανείς το αλφάβητο.
– Δεν πρέπει να ξεχνάμε τα 2,3 δισεκατομμύρια που δεν έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο. Τις γυναίκες και τις μειονότητες που υπο-εκπροσωπούνται στον τομέα των μέσων ενημέρωσης.
– Όταν τα μέσα είναι ελεύθερα και ανεξάρτητα, μπορούν να διασφαλίσουν ότι το κράτος δικαίου εφαρμόζεται και γίνεται απολύτως σεβαστό. Δεν αφορά μόνον την ελευθερία της έκφρασης. Αφορά επίσης την καταπολέμηση της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής και την προώθηση της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Η ελευθερία των μέσων ενημέρωσης είναι το βαρόμετρο της δημοκρατίας και της ευημερίας.»