Παραβίαση της ελευθερίας έκφρασης διαπίστωσε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στην περίπτωση της δημοσιογράφου η οποία έκανε αίτημα πρόσβασης στα κέντρα υποδοχής αιτούντων άσυλο, αλλά η ουγγρική κυβέρνηση το απέρριψε.
Τον Ιούλιο του 2016, η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση χορήγησης αδείας στην Υπηρεσία Μετανάστευσης και Ιθαγένειας με σκοπό να μπει στους επιτηρούμενους χώρους και να ηχογραφήσει συνομιλίες με πρόσφυγες στα κέντρα υποδοχής αιτούντων άσυλο και προσφύγων. Η Υπηρεσία αυτή απέρριψε το αίτημά της επικαλούμενη την «ασφάλεια και τα προσωπικά δικαιώματα» των φιλοξενουμένων στα κέντρα υποδοχής. Η προσφεύγουσα κατήγγειλε, δυνάμει του άρθρου 10 της Σύμβασης, ότι οι εθνικές αρχές παρενέβησαν στο δικαίωμά της να παράσχει πληροφορίες.
Η κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι η προσφεύγουσα δεν είχε υποστεί κανένα σημαντικό πλήγμα, καθώς, κατά την άποψή της, η εικαζόμενη παραβίαση δεν είχε φτάσει στο απαιτούμενο όριο σοβαρότητας για να δικαιολογήσει την εξέταση από το Δικαστήριο. Όμως, το Δικαστήριο εκτίμησε ότι η άρνηση να επιτραπεί στην προσφεύγουσα να προβεί σε ηχογραφήσεις στα κέντρα υποδοχής την εμπόδισε να συλλέξει πληροφορίες από πρώτο χέρι, ως προπαρασκευαστικό στάδιο πριν από τη δημοσίευση, δηλαδή τη δημοσιογραφική έρευνα.
Αν και η προσφεύγουσα, ως επαγγελματίας δημοσιογράφος, όφειλε να γνωρίζει τις επιπτώσεις του αιτήματός της στην ιδιωτική ζωή, τούτο, όπως έκρινε το δικαστήριο, δεν απάλλασσε τις εθνικές αρχές από την υποχρέωση να αποδείξουν πειστικά την ανάγκη περιορισμών του δικαιώματός της στην ελευθερία της έκφρασης. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παρέμβαση στο δικαίωμα της προσφεύγουσας στην ελευθερία της έκφρασης δεν ήταν «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία».