ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ
Το Γενικό Συμβούλιο της ΠΟΕΣΥ εκφράζει την έντονη διαμαρτυρία και αποδοκιμασία του για τον τρόπο εφαρμογής της ενίσχυσης των εφημερίδων πανελλαδικής κυκλοφορίας.
Η στήριξη του Τύπου δεν αφορά μόνο τη «συντεχνιακή» υπόθεση της επιβίωσης δημοσιογραφικών επιχειρήσεων που η κρίση απειλεί με αφανισμό και -συνακόλουθα- εξαφάνιση δημοσιογραφικών θέσεων εργασίας. Αφορά πρωταρχικά την υπόθεση της πολυφωνίας, που απειλείται τόσο από την κρίση όσο και από τον εκφυλισμό της αγοράς σε ολιγοπωλιακή-μονοπωλιακή. Ουσιαστικά αφορά την ίδια τη Δημοκρατία και την ποιότητά της.
Η ενημέρωση, ως θεμελιώδης λειτουργία της δημοκρατικής διαδικασίας πρέπει να στηριχτεί προκειμένου να παίξει τον κοινωνικό της ρόλο. Εργαζόμενοι στην ενημέρωση, εργοδότες και Δημόσιο οφείλουν να συμφωνήσουν σε ένα κοινωνικό συμβόλαιο για τη στήριξη των μέσων ενημέρωσης, σε μια περίοδο που πλήττεται αμείλικτα ο πλουραλισμός και η αξιοπιστία τους, ενώ ευτελίζονται τα δικαιώματα των εργαζομένων.
Η Ελλάδα, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες δεν έλαβε ποτέ συνολικά μέτρα ενίσχυσης του έντυπου τύπου. Σήμερα όμως, με τη διακοπή της δανειοδότησης, την ανυπαρξία κρατικής διαφήμισης, τη μεγάλη συρρίκνωση της διαφημιστικής αγοράς και την κατάργηση των ισολογισμών μαζί με την οικονομική κρίση ο έντυπος Τύπος βυθίζεται σε μια εκρηκτικά καθοδική πορεία, με την ανάγκη της ενίσχυσης και στήριξής του να κρίνεται πλέον επιβεβλημένη και αναπόφευκτη.
Τα μέτρα ενίσχυσης όμως σαφώς και δεν μπορεί να ληφθούν μονομερώς και αποσπασματικά και υπέρ των εργοδοτών. Θα πρέπει απαραιτήτως να συνοδεύονται από «ρήτρα εργασίας», η οποία θα λαμβάνει υπόψη το σύνολο των εργαζομένων με μισθωτή εργασία, θα δεσμεύει τους εργοδότες στη διατήρηση των θέσεων εργασίας και στις υποχρεώσεις τους προς τα ασφαλιστικά Ταμεία.
Για την ΠΟΕΣΥ και τις Ενώσεις Συντακτών δεν νοείται στήριξη μιας επιχείρησης έξω από το πλαίσιο που ορίζουν οι νόμοι του κράτους και οι δημοκρατικοί θεσμοί. Γι’ αυτό και θεωρούμε ως ακατανόητη την παράλειψη στην τελική εκδοχή της ΚΥΑ των όρων που επιβάλλουν σε δικαιούχες επιχειρήσεις την συμμόρφωση με το φορολογικό και εργατικό δίκαιο.
Ακόμη πιο εξοργιστικό όμως είναι το γεγονός πως αγνοήθηκαν όροι που βάζουν φραγμό στο λόγο μίσους και τον ρατσιστικό οχετό. Η σκανδαλώδης ενίσχυση εντύπων που προσβάλλουν καθημερινά την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και προάγουν τον ρατσισμό και τη μισαλλοδοξία και η ισοπεδωτική μεταχείριση του Τύπου χωρίς κριτήρια αξιολόγησης (π.χ. απασχολούμενοι, κυκλοφορίες, ιστορικότητα εφημερίδων), με ιδιοτελείς στόχους μόνο τη δημοκρατία, τον πολιτισμό, την ποιότητα του δημόσιου διαλόγου και την αντικειμενική και αδιάβλητη ενημέρωση των πολιτών δεν προάγουν. Σε αυτό το πλαίσιο η απόφαση να χρηματοδοτηθούν εφημερίδες που δεν πληρούν τις παραπάνω προϋποθέσεις και τους κανόνες της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, θεωρούμε πως είναι μια απόφαση που προσβάλλει κατάφωρα το δημοσιογραφικό κλάδο και το ρόλο που οφείλει να επιτελεί.
Ζητούμε από την κυβέρνηση που ορθά ανακάλεσε την απόφαση για την κατανομή των κονδυλίων, να αναθεωρήσει την ΚΥΑ και να προχωρήσει με νέα απόφαση έπειτα από διάλογο και με τη συμμετοχή των δημοσιογραφικών ενώσεων και της ΠΟΕΣΥ.
Οι ενώσεις στο χώρο του Τύπου έχουμε επανειλημμένως προτείνει, μέτρα στήριξης του έντυπου Τύπου που στη σημερινή συγκυρία θα μπορούσαν να είναι κυρίως έμμεσες ενισχύσεις και να πάρουν και μορφές άμεσης ενίσχυσης μόλις οι οικονομικές δυνατότητες το επιτρέψουν, με ταυτόχρονη στήριξη και του Περιοδικού Τύπου, που μέχρι σήμερα εξαιρείται από τα μέτρα ενίσχυσης, προκειμένου να ενισχυθεί η πολυφωνία με αντικειμενικά κριτήρια.
Η ενίσχυση και θωράκιση του έντυπου Τύπου είναι αναγκαία, αλλά δεν μπορεί να γίνεται αγνοώντας ούτε τους νόμους ούτε τους δημοκρατικούς κανόνες και τη δημοσιογραφική δεοντολογία.
Μόνο έτσι δεν θα καταλήξουν τα μέτρα στήριξης του έντυπου τύπου σε άλλο ένα «κενό γράμμα» που θα γεμίσει όμως το προσωπικό Ταμείο των ιδιοκτητών εκδοτικών επιχειρήσεων.