Ακολουθεί ολόκληρο το δημοσίευμα:
Hoax (απάτη- φάρσα), fake news (ψευδείς ειδήσεις), cyber attacks (επιθέσεις στον κυβερνοχώρο), whistleblowers (μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος), hackers (άτομα που παραβιάζουν δεδομένα μέσω κομπιούτερ), trolls (άτομα που προκαλούν ή προσβάλλουν με ηλεκτρονικές δημοσιεύσεις). Νέοι όροι σηματοδοτούν νέες έννοιες, οι οποίες συνδέονται με τη ζωή στο διαδίκτυο.
Αν και πολλές πρακτικές στο ίντερνετ είναι γνωστές και οικείες στην πραγματική ζωή, μέσω internet αποκτούν νέα διάσταση, η οποία δεν φαίνεται να μπορεί να ρυθμιστεί από το σημερινό νομικό οπλοστάσιο, όπως οι νόμοι π.χ. περί εξύβρισης, συκοφαντικής δυσφήμισης, απάτης, ή και αντίστροφα, για την προστασία των πληροφοριοδοτών δημοσίου συμφέροντος (whistleblowers) όπως π.χ. προστατεύονται οι δημοσιογράφοι στο «απόρρητο» των πηγών τους.
Ο ευρωβουλευτής Στέλιος Κούλογλου, δημοσιογράφος, παρακολουθεί τις εξελίξεις από κοντά και μιλάει στην «Αυγή» για τις διεθνείς και ευρωπαϊκές τάσεις και για τις πρωτοβουλίες σήμερα στην Ευρώπη.
Πώς βλέπετε να διαμορφώνεται η επικοινωνία μέσω διαδικτύου σήμερα;
Πρέπει αρχικά να σας πω ότι το ίντερνετ έχει πάρει λάθος δρόμο. Οι ψεύτικες ειδήσεις βοήθησαν τον Τραμπ να εκλεγεί. Στο Facebook παρακολουθούμε online αυτοκτονίες ή δολοφονίες και στo Twitter κυριαρχεί το μίσος και το “ξεκατίνιασμα”, όπως άλλωστε και στα σχόλια κάτω από τις αναρτήσεις. Παγκοσμίως το 60% των νεαρών χρηστών του διαδικτύου έχει δηλώσει ότι βίωσε κάποιου είδους αρνητική εμπειρία στον κυβερνοχώρο. Τουλάχιστον τέσσερις στους δέκα έχουν πέσει περιστασιακά θύματα εκφοβισμού ή έχουν λάβει φωτογραφίες άσεμνου περιεχομένου από αγνώστους.
Πού οφείλεται αυτό κατά τη γνώμη σας;
Σε μια συνέντευξη ένας εκ των ιδρυτών του Twitter εξηγούσε μια από τις βασικές αιτίες της παρακμής του ίντερνετ: ότι επιβραβεύει το ακραίο. Αν γίνει ένα δυστύχημα στο δρόμο, όλοι θα γυρίσουν να το κοιτάξουν. Το ίντερνετ, οι μηχανές αναζήτησης όπως η Google, το ερμηνεύει ότι όλοι θέλουν να δουν δυστυχήματα και οι πάροχοι ειδήσεων προσπαθούν να σερβίρουν στους χρήστες δυστυχήματα.
Στην εκδήλωση που οργανώθηκε με πρωτοβουλία μου στις Βρυξέλλες για τα fake news, χρησιμοποίησα το παράδειγμα με τον Δημήτρη Παπαδημούλη, που ήταν παρών και ένας από τους συνδιοργανωτές. Αν ανέβαζα μια ψεύτικη είδηση ότι δήθεν εμφανίστηκε γυμνός στην Ομόνοια, όλοι θα έμπαιναν να την διαβάσουν. Ύστερα οι μηχανές αναζήτησης, στη λέξη “Παπαδημούλης” θα έβγαζαν πρώτη τη ψεύτικη είδηση, γιατί την έχουν διαβάσει οι περισσότεροι. Θα απωθούσαν τις πραγματικές ειδήσεις για τη δράση του. Και επειδή η είδηση για την Ομόνοια θα ήταν πρώτη, θα την πίστευαν κιόλας. Γιατί οι άνθρωποι έχουν την τάση να πιστεύουν ότι όσο περισσότεροι άνθρωποι διαβάζουν, κάνουν like ή κοινοποιούν (share) μια είδηση, τόσο πιο αξιόπιστη είναι.
Φυσικά το ίντερνετ περιέχει και έναν απαράμιλλο πλούτο εύκολα προσβάσιμων πληροφοριών και είναι δύσκολο να ελεγχθεί. Η δικτατορία στην Ελλάδα θα είχε σοβαρά προβλήματα να επιβληθεί, αν το ίντερνετ υπήρχε 50 χρόνια πριν. Αλλά οι ελπίδες ότι η ανταλλαγή ιδεών και πληροφοριών θα οδηγούσαν σε έναν καλύτερο κόσμο μέχρι στιγμής διαψεύδονται.
Οποιαδήποτε είδηση, ακόμα και σε παραδοσιακά ΜΜΕ, μπορεί να είναι ψευδής. Όταν τα πάντα μπορεί να είναι ψέματα, τίποτα δεν μπορεί να είναι αλήθεια. Τι αντίληψη δημιουργείται στον μέσο πολίτη από ένα τέτοιο θολό τοπίο και ποια μπορεί να είναι η εμπιστοσύνη του στις επίσημες πηγές ενημέρωσης;
Οι ψευδείς ειδήσεις κερδίζουν έδαφος διεθνώς. Βοήθησαν τον Τραμπ, ενισχύουν την ακροδεξιά στην Ευρώπη, ανθούν στην Ελλάδα, όπου κυριαρχεί η δημοσιογραφία του σού ’πα-μού ‘πες και δρα η διαβόητη Ομάδα αλήθειας, τα trolls της ΝΔ. Πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Reuters έδειξε ότι στην πλειοψηφία των 26 χωρών που αναλύθηκαν, οι περισσότεροι άνθρωποι χρησιμοποιούν ως πηγή ενημέρωσης περισσότερο τα κοινωνικά μέσα ενημέρωσης απ’ ό,τι τις εφημερίδες.
Αλλά οι ειδήσεις στα κοινωνικά μέσα δεν παράγονται από επαγγελματίες. Οι δημοσιογράφοι κάνουν λάθη και πράγματι μερικές φορές διαδίδουν ψέματα ή κάνουν προπαγάνδα, αλλά υπάρχουν περισσότεροι μηχανισμοί για τον έλεγχό τους από ό, τι για τα «αθώα» κοινωνικά μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Σίγουρα λοιπόν, η δημοσιογραφία πρέπει να ανακάμψει, και να βοηθηθεί για αυτό, αλλά κατά τη γνώμη μου το πιο σημαντικό είναι οι ίδιοι οι αναγνώστες να αρχίσουν να καταναλώνουν υπεύθυνα την πληροφορία που τους προσφέρεται. Κι αυτό θα συμβεί με την εκπαίδευση και την ανάπτυξη του κριτικού πνεύματος.
Υπάρχουν συγκεκριμένες πρωτοβουλίες από πλευράς Ε.Ε. για τον έλεγχο των ψευδών ειδήσεων; Ή από πλευράς Μέσων ενημέρωσης ή δημοσιογραφικών Ενώσεων;
Έχουν αρχίσει να αναπτύσσονται διαδικτυακά πρότζεκτ όπως το Maldito Bulo στην Ισπανία που ασχολείται ακριβώς με τον εντοπισμό των ψευδών ειδήσεων και την αποκατάσταση της αλήθειας που αυτές παραποιούν. Το facebook κάνει μια προσπάθεια τώρα, μετά το φιάσκο των αμερικανικών εκλογών. Το κυριότερο ίσως, πρέπει οι πολίτες να μαθαίνουν από μικροί να ξεχωρίζουν τις ψεύτικες ειδήσεις. Στην εκδήλωση για τα fake news στο Ευρωκοινοβούλιο, προσκαλέσαμε δασκάλους από δημοτικά στη Γαλλία που κάνουν ακριβώς αυτό. Όπως παλιότερα έγινε υποχρεωτική η εκμάθηση γραφής και ανάγνωσης, πρέπει σήμερα να καταπολεμήσουμε τον ψηφιακό αναλφαβητισμό.
Οργανώσατε πρόσφατα και ένα μίνι φεστιβάλ με ντοκιμαντέρ και ταινίες για τους whistleblowers, με παράλληλες συζητήσεις στις Βρυξέλλες, την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, με σκοπό τη θέσπιση ρυθμίσεων, ώστε να προστατεύονται από την ευρωπαϊκή νομοθεσία.
Στα Φεστιβάλ μίλησαν και whistleblowers. Η ζωή τους καταστράφηκε. Η νομική προστασία θα αποτελέσει το κατάλληλο κίνητρο, ώστε οι δημόσιοι λειτουργοί, τα στελέχη εταιριών ή οι δημοσιογράφοι να ξεκινήσουν να αποκαλύπτουν ακόμη περισσότερο τα μεγάλα σκάνδαλα διαφθοράς ή και τα ψέματα που προκαλούν επεμβάσεις και πολέμους, όπως στο Ιράκ. Γιατί βεβαίως πέρα από τους οικονομικούς, υπάρχουν και οι “πολιτικοί” whistleblowers, όπως ο Σνόουντεν και ο Ασάνζ των wikileaks.
Χάρις στους μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος μαθαίνουμε την αλήθεια. Αν οι πολυεθνικές ή τα πρόσωπα που εμφανίζονται στις διάφορες λίστες φοροδιαφυγής απέδιδαν όσα οφείλουν, τα κράτη δεν θα είχαν χρέη. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, οι αρχές θα έπρεπε ν’ αντιμετωπίζουν τους whistleblowers, όπως πχ τον Φαλτσιανί που αποκάλυψε τη λίστα Λαγκάρντ, ως ήρωες αντί να τους καταδιώκουν.
Στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει ωριμάσει η ιδέα ότι πρέπει αυτοί οι άνθρωποι στο εξής να προστατεύονται νομικά με ευρωπαϊκή οδηγία αλλά και με εθνικούς νόμους στο κάθε κράτος-μέλος ξεχωριστά.
Στην Ελλάδα υπάρχει πλαίσιο προστασίας;
Το σκάνδαλο Νovartis που αποκαλύπτεται χάρις σε δύο whistleblowers. Πιστεύω ότι η υιοθέτηση ενός καινοτόμου καθεστώτος υπέρ των whistleblowers, πέρα από τη προστασία που θα προσφέρει στους ίδιους, θα βοηθήσει πολύ και την εικόνα της χώρας, όπως συνέβη στην περίπτωση της Σερβίας η οποία ψήφισε σχετικό νόμο. Με αυτόν τον τρόπο η Ελλάδα θα εμφανιστεί να πρωτοπορεί πανευρωπαϊκά. Το θετικό είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση δείχνει να έχει αυτή την πρόθεση, σύμφωνα πάντα με τον υπουργό Επικρατείας, Χρ. Βερναρδάκη, αλλά και τον Γ.Γ. κατά της διαφθοράς Κων. Χρήστου, που έχουν εξαγγείλει την ψήφιση, μέσα στο τρέχον έτος, μιας πληρέστερης νομοθεσίας για την προστασία των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος.