ΔΙΑΛΟΓΟΣ για το νομικό καθεστώς των ΜΜΕ
του δικηγόρου Παναγιώτη Γιαννόπουλου
- I. Η εκκίνηση ταυτίζεται με την κατάφαση ενός διττού αυτονόητου, που συγχρόνως συνιστά και αυξημένης ισχύος κανονιστικό προαπαιτούμενο. Αρχικώς, οι εγγυήσεις του Συντάγματος, που συγκροτούν τον πυρήνα του Κράτους Δικαίου, εκτός από χωροδείκτες της μεθορίου, της όποιας πολιτικής εξαγγελίας καθώς και κάθε νομοθετικής πρωτοβουλίας συνιστούν συγχρόνως κριτήριο της νομικής τους ορθότητας και της πρακτικής επαληθευσιμότητάς τους. Επιπροσθέτως, η συνταγματική νομιμότητα δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται, είτε ως ευκαιριακό καταφύγιο, είτε ως ένα είδωλο ικανό να φιλοξενήσει πλείονες αντανακλάσεις. Με άλλη διατύπωση, η συνταγματική νομιμότητα, δηλαδή η δικαιοπολιτική μας παράδοση, αποτελεί εργαλείο νεωτερικότητας, χρηστικό και πολύτιμο, προκειμένου να επινοηθεί και να θεσμιστεί το μέλλον, χωρίς την πονηρία των στιγμών, την οκνηρία των παραδοχών και τη σκουριά των υστεροβουλιών. Έτσι, η νομοθετική και πολιτική πρωτοβουλία της Κυβέρνησης να ρυθμίσει το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο, όπως αυτή εκδηλώθηκε με το Ν. 4339/2015 πρέπει να ερμηνεύεται υπό την ακτινοβολία των συνταγματικών ρυθμίσεων που ενσωματώνονται στις διατάξεις που προβλέπουν, την κατοχύρωση της αρμοδιότητας του Ε.Σ.Ρ, την ελευθερία της γνώμης και της έκφρασης και τις ρυθμίσεις της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και της επιχειρηματικής ελευθερίας.
- II. Είναι αδύνατη η συγκρότηση αντιλόγου στην παραδοχή ότι η Κυβέρνηση παρέλαβε το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο σε απορρύθμιση και τη σύστοιχη αγορά να λειτουργεί εκτός του ορίου της νομιμότητας. Ειδικότερα, τα αρμόδια όργανα της εκτελεστικής λειτουργίας της Πολιτείας και προεχόντως το Ε.Σ.Ρ ουδέποτε ολοκλήρωσαν, οποιαδήποτε από τις προκηρυχθείσες διαδικασίες για τη χορήγηση αδειών ιδρύσεως εγκαταστάσεως και λειτουργίας ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών, με αποτέλεσμα η αγορά των ιδιωτικών Μ.Μ.Ε στη χώρα μας να λειτουργεί στο όριο της νομιμότητας με αποκλειστική ευθύνη των αρμοδίων οργάνων της Πολιτείας. Με άλλη διατύπωση, η προϊούσα αδράνεια και αναποτελεσματικότητα των αρμοδίων κρατικών οργάνων, μεταξύ των οποίων και το Ε.Σ.Ρ, να ολοκληρώσουν έστω και στοιχειωδώς τις διαγωνιστικές διαδικασίες για την ιδιωτική τηλεόραση, παγίωσε ένα καθεστώς μη κανονικότητας στο χώρο των ηλεκτρονικών Μ.Μ.Ε, καθεστώς που αναιρεί τη λειτουργικότητα και παρακωλύει ουσιωδώς την άσκηση της αντίστοιχης επιχειρηματικής δραστηριότητας. Είναι πρόδηλο ότι στο τέλος της δεκαετίας του ’80 η χώρα μας χαρακτηρίστηκε και από την «έκρηξη» των ιδιωτικών ηλεκτρονικών μέσων ενημερώσεως. Η δυναμική αυτή εμφάνιση των ιδιωτικών ηλεκτρονικών Μ.Μ.Ε. (ραδιόφωνο και τηλεόραση) δεν αντιστοιχήθηκε από ένα θεσμικό πλαίσιο ικανό, ώστε να υποδεχθεί το νέο αυτό φαινόμενο διατυπώνοντας τους κανόνες λειτουργίας του και το πρότυπο της αναπτύξεώς του. Η πολιτεία και δη ο κοινός νομοθέτης επέδειξε μια σαφή υστέρηση ως προς την διαμόρφωση του θεσμικού πλαισίου για την ρύθμιση της ιδιωτικής ραδιοφωνίας και τηλεοράσεως. Οι παρενέργειες αυτού του ελλείμματος εξακολουθούν να επιβαρύνουν ακόμη και σήμερα τη νομοτεχνικώς ορθολογική ρύθμιση των ζητημάτων, που άπτονται της λειτουργίας των ιδιωτικών ηλεκτρονικών Μ.Μ.Ε. Η προλεχθείσα διαπίστωση επιβεβαιώνεται από το γεγονός, ότι ποτέ, τα αρμόδια όργανα της εκτελεστικής εξουσίας και κυρίως το Ε.Σ.Ρ δεν ολοκλήρωσαν τον έλεγχο των αιτήσεων για την χορήγηση αδειών λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών τοπικής, περιφερειακής και εθνικής εμβέλειας, οι οποίες κατατέθηκαν στο πλαίσιο των σχετικών προκηρύξεων. Είναι δε προφανές, ότι η αδράνεια αυτή μόνον στη Διοίκηση μπορεί να επιρριφθεί. Η Πολιτεία προκειμένου να ρυθμίσει το ζήτημα της λειτουργίας των ιδιωτικών ηλεκτρονικών Μ.Μ.Ε και συγχρόνως προκειμένου να διασκεδάσει την αποκλειστική της ευθύνη ως προς την ανώμαλη εκκρεμότητα της μη ολοκληρώσεως των διαγωνιστικών διαδικασιών αδειοδοτήσεως, προέβη στην εφεύρεση του καθεστώτος της νομίμου λειτουργίας των ιδιωτικών ραδιοτηλεοπτικών σταθμών. Είναι πρόδηλο, ότι το καθεστώς νομίμου λειτουργίας προέκυψε ως ανταπόκριση της Πολιτείας στην κανονιστική δύναμη του πραγματικού και δη στην υποχρέωση του κράτους να ρυθμίσει έστω και προσωρινώς τα ζητήματα της νομιμότητας της λειτουργίας των ιδιωτικών ηλεκτρονικών Μ.Μ.Ε. Επίσης, είναι αδιαμφισβήτητο, ότι το καθεστώς της νομίμου λειτουργίας ως εκ της φύσεώς του είχε προσωρινό και μεταβατικό χαρακτήρα, προκειμένου να παράσχει αφ’ ενός στην Πολιτεία την ευχέρεια να ολοκληρώσει τις διαδικασίες αδειοδοτήσεως και αφ’ ετέρου να χορηγήσει στους συμμετέχοντες στις διαγωνιστικές διαδικασίες τη δυνατότητα να δραστηριοποιούνται στην ιδιωτική ραδιοτηλεοπτική αγορά. Το παράδοξο, όμως, είναι ότι τελικώς το καθεστώς αυτό απέκτησε μόνιμα χαρακτηριστικά, με αποτέλεσμα η οιονεί και τεκμαιρόμενη λειτουργία να ταυτίζεται με τη νόμιμη λειτουργία, πολλαπλασιάζοντας τις στρεβλώσεις της ραδιοτηλεοπτικής αγοράς στη χώρα μας. Στο σημείο αυτό πρέπει να υπομνησθεί, ότι το καθεστώς της νομίμου λειτουργίας έχει κριθεί με σειρά αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας ως ουσιαστικώς αντισυνταγματικό. Παρά όμως τις ανωτέρω νομολογιακές κρίσεις του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, τα αρμόδια όργανα της Πολιτείας δεν επέδειξαν οποιαδήποτε θεσμική ευαισθησία, προκειμένου να συμμορφωθούν με την οικεία δικαιοδοτική κρίση και να εξομαλύνουν με τρόπο συμβατό με το Σύνταγμα το ζήτημα της αδειοδοτήσεως των ιδιωτικών ραδιοτηλεοπτικών σταθμών. Η θεσμική απορρύθμιση του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου συνδυάστηκε και με την αδυναμία των κοινοβουλευτικών πολιτικών δυνάμεων, να τηρούν τα προβλεπόμενα ως προς τη νόμιμη συγκρότηση της Ολομέλειας του Ε.Σ.Ρ., για την πλήρωση των θέσεων της οποίας απαιτείται αυξημένη πλειοψηφία 4/5 της Ολομέλειας της διασκέψεως των Προέδρων της Βουλής. Σημειωτέον, ότι η αυξημένη αυτή πολιτική συναίνεση είναι συγχρόνως πηγή και εγγύηση της λειτουργικής κα
ι προσωπικής ανεξαρτησίας της Ολομέλειας του Ε.Σ.Ρ, της μόνης ανεξάρτητης αρχής, που προβλέπεται ρητώς από το Σύνταγμα, το οποίο και ιδρύει τις αρμοδιότητές της. Η αδυναμία της επελεύσεως της αυξημένης συναινέσεως για τη συγκρότηση της Ολομέλειας του Ε.Σ.Ρ. οδήγησε τις εκάστοτε κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες να παράγουν ένα σμήνος νομοθετικών ρυθμίσεων, με τις οποίες παρέτειναν την ενίοτε λήξασα θητεία των μελών του Ε.Σ.Ρ. Ο πολιτικός αυτός στρουθοκαμηλισμός οδήγησε σε αδιέξοδο καθώς και πάλι το ΣτΕ με σειρά αποφάσεών του έκρινε ότι οι νομοθετικές παρατάσεις της θητείας των μελών της Ολομέλειας του Ε.Σ.Ρ. ήταν ουσιαστικώς αντισυνταγματικές, ακυρώνοντας τις πράξεις του Ε.Σ.Ρ., με τις οποίες επιβάλλονταν διοικητικές κυρώσεις εις βάρος ραδιοτηλεοπτικών φορέων. Στο σημείο αυτό πρέπει να υπογραμμισθεί η θεσμική ύβρις αλλά και η μοναδική εξαίρεσή της. Τουτέστιν, τα μέλη της Ολομέλειας του Ε.Σ.Ρ, των οποίων κρινόταν ως ουσιαστικώς αντισυνταγματική και άρα ανίσχυρη η νομοθετική παράταση της θητείας τους, αγνοούσαν τη νομιμότητα, συνεχίζοντας αμέριμνα το βίο τους επί της οδού Αμερικής 5 και Πανεπιστημίου. Μόνον ο Κωνσταντίνος Τσουράκης είχε το σθένος, την τιμιότητα και το ήθος να παραιτηθεί, όταν δημοσιεύτηκε απόφαση του ΣτΕ, που έκρινε ως ασύμβατη προς το Σύνταγμα την παράταση της θητείας του. Είναι προφανές, ότι η ύβρις δεν αφορά στα πρόσωπα, που αγνόησαν τη στάση και το παράδειγμα του Τσουράκη. Αφορά κατά μείζονα λόγο στη στάση των κομμάτων, που πρότειναν αυτά τα μέλη ανανεώνοντας τη θητεία τους, με αποτέλεσμα να έχουμε το «Ε.Σ.Ρ. των Λαζάρων» κατά τη «Βουλή των Λαζάρων». Συμπυκνώνοντας τα προλεχθέντα, ορθώς η Κυβέρνηση ανέλαβε νομοθετική πρωτοβουλία να ρυθμίσει το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο. Η ρητή αυτή πρόθεσή της, όμως, δεν αποσβένει τις ευθύνες ακόμα και των νυν κυβερνητικών κομμάτων για το ραδιοτηλεοπτικό χαβαλέ, ούτε εξαϋλώνει το αντίστοιχο βάρος που τους αναλογεί.