Έχουμε αναφερθεί επανηλλειμένα στην διαφορετική πολιτική την οποία η Universal Music ακολουθεί τα τελευταία πέντε χρόνια, και η οποία την έχει φέρει σε πολύ καλύτερη θέση από τις άλλες πολυεθνικές.
Μια λέξη που θα χαρακτήριζε την πολιτική αυτή είναι “κόντρα”. Η Universal δεν διστάζει να εναντιωθεί σε κάθε πρακτική που έχει θεσπιστεί ή σε οποιονδήποτε παίκτη προκειμένου να εφαρμόσει αυτό που πιστεύει ότι είναι σωστό.
Τις περισσότερες φορές όμως αυτό που είναι συμφέρον για τη Universal, μοιάζει παράλογο για όλη την υπόλοιπη αγορά, γεγονός που οδηγεί νομοτελειακά σε κόντρα, και εκείνη τη στιγμή η δισκογραφική δεν διστάζει να δείξει ότι έχει το πάνω χέρι – τουλάχιστον όσο συνεχίζει να έχει βρίσκει και να διακινεί καλό καινούργιο ρεπερτόριο.
Το ενδιαφέρον είναι ότι η πολιτική αυτή που ακολουθεί δεν φαίνεται να επηρεάζεται από τις αλλεπάλληλες αλλαγές στελεχών τα τελευταία χρόνια – φαίνεται σαν να είναι το dna της εταιρείας τέτοιο.
Το πιο πρόσφατο κεφάλαιο στην πρακτική αυτή της Universal εξελίχθηκε την προηγούμενη εβδομάδα, όταν δεν δίστασε να κοντραριστεί με το μεγαλύτερο όμιλο μουσικών μέσων, το MTV.
Αποτέλεσμα της κόντρας αυτής είναι ότι το MTV δεν θα μπορεί να παίζει τα τραγούδια της Universal σε καμία ψηφιακή του υπηρεσία σε όλο τον πλανήτη.
Αιτία το γεγονός ότι η Universal αρνείται να αδειοδοτήσει απευθείας το videoclip για χρήση στο internet, αναθέτωντας το δικαίωμα αυτό στο Vevo (το online service στο οποίο μεταξύ άλλων συμμετέχει τόσο αυτή όσο και το YouTube/Google).
Το Vevo όμως θέτει προϋποθέσεις πρωτόγνωρες για τα δεδομένα του internet, τις οποίες φυσικά κάνει εν γνώσει των μετόχων του (δηλαδή και την Universal).
Σύμφωνα με αυτά που γράφονται στο διεθνή τύπο προκειμένου να παραχωρήσει περιεχόμενο το Vevo, ζητά να έχει συμμετοχή στο γενικότερο τζίρο που πραγματοποιεί το κάθε site, και όχι μόνο στο τμήμα στο οποίο συμπεριλαμβάνεται το περιεχόμενο που παραχωρεί.
Αυτό είναι λοιπόν ένα σημείο των καιρών, και ξεκινώντας από το κομμάτι της μουσικής, θα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δούμε πως θα ανατραπεί η σχέση ανάμεσα στους ιδιοκτήτες περιεχομένου, και τους ιδιοκτήτες μέσων μαζικής ενημέρωσης.
Όλα αυτά τα χρόνια, με δεδομένο ότι τα μέσα ήταν περιορισμένα στον αριθμό, είχαν το πάνω χέρι: για να αποκτήσει πρόσβαση στο κοινό θα έπρεπε η δισκογραφική να δελεάσει το μέσο, το οποίο τις περισσότερες φορές θα το εκμεταλλευόταν στο έπακρο.
Τώρα λοιπόν που η ισορροπία ανατρέπεται και έχουμε απείρως περισσότερα μέσα, με περιορισμένους ιδιοκτήτες περιεχομένου με μεγάλο κατάλογο, οι δεύτεροι ετοιμάζονται να πάρουν το αίμα τους πίσω.
Είναι δεδομένο ότι για κάποιο χρονικό διάστημα αυτό το οποίο θα ζητούν είναι παράλογα ανταλλάγματα προκειμένου κάποιος να πάρει το περιεχόμενο τους. Το καρότο θα είναι κάποιας μορφής “αποκλειστικότητα”. Χρονική, γεωγραφική, ηλικιακή ή ποιοτική.
Μεγάλοι παίκτες των μέσων αναγκαστικά θα μπουν στη διαδικασία αυτή, και τελικά θα μπουν μέσα από την απόφαση τους διότι θα διαπιστώσουν ότι αυτό που θα τους έρθει σαν κίνηση από το κοινό, και σαν έσοδο διαφημιστικό, είναι πολύ χαμηλότερο από τις αισιόδοξες προβλέψεις των στελεχών των πολυεθνικών.
Στην επόμενη φάση οι δισκογραφικές θα ρίξουν το φταίξιμο στην κακή διαχείριση του καταλόγου τους από αυτούς που την πάτησαν, έτσι ώστε να μπορέσουν να προσελκύσουν κάποιους ακόμα για να την πατήσουν.
Επειδή και αυτοί θα μπουν μέσα, η κατάσταση τελικά θα ωριμάσει, οι πολυεθνικές θα έχουν κάνει μια καλή “αρπαχτή” (θα έχουν πάρει όμως έτσι το αίμα τους πίσω), και η κατάσταση θα ισορροπήσει και πάλι με μια δίκαιη και λογική αντιμετώπιση και από τις δύο πλευρές.
Το παιχνίδι αυτό είναι γνώριμο, και έχει επαναληφθεί αρκετές φορές την τελευταία δεκαετία: κάθε φορά που μια καινούργια αφορά φαινόταν να διαμορφώνεται, βλέπαμε το ίδιο έργο.
Το σίγουρο είναι ότι από τέτοιες καταστάσεις ζημιωμένοι βγαίνουν οι καταναλωτές, οι οποίοι για αρκετό καιρό χάνουν την πρόσβαση στο ρεπερτόριο που θέλουν και υποχρεώνονται να αλλάξουν τρόπους και συνήθειες, και επίσης οι καλλιτέχνες διότι μεγάλο μέρος του κοινού δεν μπαίνει στη διαδικασία να ψάξει να τους βρει διαφορετικά.
Όσο για τα τεράστια “guarantees” και τις προκαταβολές που οι δισκογραφικές παίρνουν, αυτά καταλήγουν σε bonus στα στελέχη, στις τσέπες των μετόχων, και ποτέ σε καλλιτέχνες!